Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Bandersnatch


2018 // Charlie Brooker (wr.), David Slade (dir.)
Είστε έτοιμες/οι να διαχειριστείτε την τηλεοπτική παράνοια κι έναν διαδραστικό και δημιουργικό εφιάλτη; 
Στην αρχή ενθουσιάστηκα πάρα πολύ, μόλις είδα ότι το Black Mirror έβγαλε διαδραστική ταινία. Διαδραστική ταινία! Ουάου! Μετά τα βίντεο γκέιμς, τα παιχνίδια ρόλων και τα 88 Ντολμαδάκια του Τριβιζά, ήρθε η ώρα να υπάρξει μία τέτοια ταινία, όπου εσύ θα κατευθύνεις τον/την πρωταγωνιστή/τρια. Όμως δεν είναι η οποιαδήποτε ταινία. Είναι ταινία από το Black Mirror που ασκεί στυγνή κριτική απέναντι στον τρόπο υιοθέτησης και διαχείρισης των νέων τεχνολογικών επινοήσεων. Η ταινία Bandersnatch έχει φτιαχτεί για να επιλέγει ο θεατής.
Η ταινία διαδραματίζεται το 1984. Ένας νέος δημιουργός βίντεο γκέιμς με ψυχολογικά προβλήματα είναι το κεντρικό υποκείμενο των επιλογών (Fionn Whitehead). To 1984 μπορεί είναι μία οργουελική επιλογή ή και όχι. Εντούτοις, προσφέρει την αγαπημένη -και συνηθισμένη πια- βίντατζ ατμόσφαιρα-ενώ δίνει παράλληλα την αίσθηση ότι όλα παρακολουθούνται από όλους και δεν υπάρχει απόρρητο, ιδιωτική ζωή, ελευθερία και ανεξαρτησία. Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από το βιβλίο Μέσα από τον Καθρέφτη, του Lewis Carroll, γραμμένο το 1872.
“Beware the Jabberwock, my son!
The jaws that bite, the claws that catch!
Beware the Jubjub bird, and shun
The frumious Bandersnatch!”
Στην ταινία, το Bandersnatch λειτουργεί σαν δαίμονας, είναι ο τίτλος ενός μυθιστορήματος, αλλά και του παιχνιδιού που θέλει να φτιάξει ο πρωταγωνιστής. Η αλήθεια είναι ότι ένα τέτοιο παιχνίδι είχε ξεκινήσει να φτιάχνεται το 1984, όντως, αλλά η εταιρία διέκοψε την παραγωγή του για αδιευκρίνιστους λόγους.
Χρησιμοποιώντας το ποντίκι, σου δίνει ανά φάσεις της πλοκής δύο επιλογές. Επιλέγεις από απλά έως πιο κρίσιμα πράγματα. Αν δεν κάνεις αυτή που θεωρείται σωστή φτάνεις σε μία κατάσταση, όπου σε ξαναγυρίζει πίσω για να διορθώσεις την επιλογή σου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να βλέπεις διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ιστορίας. Το κουβάρι ξετυλίγεται και ξανατυλίγεται συνέχεια. Με Thompson Twins και Tangerine Dream, αν κάνετε τη σωστή επιλογή! 
Κατά τη διάρκεια, οι επιλογές γίνονται όλο και πιο σύνθετες, δύσκολες, βίαιες και σκληρές. Σε εμένα όλα φαίνονταν παρανοϊκά, μερικές φορές ανούσια και βαρετά και άλλες φορές φιλοσοφικά και υπαρξιακά. Με αποτέλεσμα, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Δεν μπορείς να αποφύγεις την κατάληξη. Ακόμα κι αν όλα τα κάνεις όσο πιο ηθικά γίνεται, η λούπα της πλοκής σε οδηγεί στην περιδίνηση της υπαρξιακής σύγχυσης του ήρωα. Δεν υπάρχει, δηλαδή, ηθική επιλογή. Όλα είναι προδιαγεγραμμένα. 
Ο χρόνος είναι σχετικός, η ταινία λέει ότι διαρκεί μιάμιση ώρα, εντούτοις έχουν γυρίσει υλικό για πέντε ώρες. Σύμφωνα με τις επιλογές που έκανα εγώ, κράτησε δύο και κάτι περίπου ώρες. Είσαι υποχρεωμένη/ος να επιλέξεις και αν δεν το κάνεις, η πορεία της ταινίας συνεχίζεται, καθώς επιτελείται αυτόματα τη  λανθασμένη επιλογή –αν και δεν υπάρχει κάποια απόλυτα σωστή. Με αυτόν τον τρόπο, η ταινία κάνει ευθεία κριτική στην ελευθερία της βούλησης και σε οδηγεί να δεις τι έκανες, αφού δεν επέλεξες, ώστε να πρέπει να ξαναγυρίσεις πίσω. Όλες οι επιλογές και οι πράξεις σου είναι προγραμματισμένες ώστε να στραφούν εναντίον του πρωταγωνιστή με κάποιον τρόπο και να σε κάνουν να πικραθείς λίγο. Δεν στενοχωριέσαι, ούτε συνδέεσαι με αυτό που βλέπεις συναισθηματικά, γιατί επικρατεί μία σχετικότητα που θυμίζει και δεν θυμίζει το Truman Show
Ο ενθουσιασμός που αρχικά είχα, μετουσιώθηκε σε προβληματισμό για το τι έχω κάνει. Όπως στα παραμύθια του Τριβιζά ή του Carroll, το τέλος μπορεί  να είναι καλό και κακό μαζί, αλλά και μυστήριο έτσι και στο παραμύθι του φοβερού και τρομερού Charlie Brooker. Βέβαια, το τελικό αποτέλεσμα πετυχαίνει με τη σκηνοθετική συνεργασία του David Slade που έχει γυρίσει μεταξύ άλλων το Metalhead (s4e5, Black Mirror), στο οποίο γίνεται αναφορά εντός του Bandersnatch. Η ταινία δεν σου δίνει τη δυνατότητα να γυρίσεις πίσω ή μπροστά και αν πατήσεις την επιλογή «επιστροφή» σε βάζει να κάνεις reloading και ό,τι γίνει. Δεν έχει τη δυνατότητα να μεταβείς και να δεις όλα τα τέλη και την έκβαση των επιλογών. 
Είναι εντυπωσιακό και μακάρι να γίνουν περισσότερες τέτοιες ταινίες. Ξέχασα να πω, ότι στο δικό μου τέλος-δεν ξέρω αν όλοι/ες έχουν το ίδιο- γίνεται άμεση αναφορά στο Netflix και διαφήμιση κατά κάποιον τρόπο του δικτύου (αυτοπροβολή). Το Netflix είναι ένα από τα σύγχρονα τηλεοπτικά δίκτυα που ελέγχουν και καθορίζουν με πολύ περίεργο και φουτουριστικό τρόπο την ψυχαγωγία του κοινού και το να προβληθεί αυτό το επεισόδιο σε αυτή την πλατφόρμα με εσωτερική αναφορά στο δίκτυο είναι φρικαλέα και εξαιρετική ιδέα, ταυτόχρονα. Όλα είναι τρομερά και υπέροχα σε αυτό το σουρεαλιστικό τριπ του ασυναγώνιστου Black Mirror. Ιστορία μέσα στην ιστορία με έναν λαβύρινθο μάτριξ να στήνεται μπροστά σου ύπουλα και σταδιακά. Παρακαλάς να ξεγλιστρήσεις ή εύχεσαι απλώς να το ξαναζήσεις.  Είναι υπέροχο, απλό και σε βάζει να προβληματίζεσαι τόσο πολύ που στο τέλος σκας ωραία.

Βλ. περισσότερα: https://www.vox.com/culture/2018/12/28/18158908/black-mirror-bandersnatch-1984-no-spoilers-netflix-data

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Eighth Grade


2018 // Bo Burnham 

Μετά το όχι και τόσο φοβερό, αλλά καλούτσικο The Big Sick (2017), ο ταλαντούχος δημιουργός Bo Burnham επιστρέφει με το Eighth Grade και μας αφήνει άφωνες με την ακρίβεια της περιγραφής του πολύπλοκου και πολυδιάστατου εσωτερικού κόσμου ενός παιδιού/έφηβης. Νομίζω ότι αυτή η ταινία θα πρέπει να προβάλετε στα σχολεία –τουλάχιστον της Αμερικής. Είναι φοβερό το πώς καταφέρνει να δείξει υποκειμενικά τη ζωή ενός κοριτσιού που είναι στο περιθώριο, δεν μιλάει πολύ, είναι αμήχανα επικοινωνιακή με τους άλλους και έχει προφανώς έναν εξιδανικευμένο έρωτα, ενώ φτιάχνει υπέροχα βιντεάκια αυτογνωσίας, όπου μιλάει για αυτά που της συμβαίνουν. 
Είναι έξυπνη και δημιουργική και βιώνει πολύ έντονα συναισθήματα αγωνίας για το πώς θα μπορέσει να ενταχθεί στο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο συνυπάρχουν τα παιδιά της ηλικίας της ή και μεγαλύτερα. Κάτω από το περίβλημα της που είναι ένα ρομαντικό κράμα ντροπής, ευαισθησίας και αμηχανίας, βράζουν το σθένος, το θάρρος και η δύναμη της που πυροδοτούνται από τη στήριξη και την αγάπη που λαμβάνει από τον μοναδικό και καταπληκτικό πατέρα της. Ο πατέρας της βρίσκεται παντού γύρω της σαν σκιά και δεν της επιτίθεται, την ακούει, τη ρωτάει από ενδιαφέρον και αποδέχεται τη σταδιακή εξέλιξη, το μεγάλωμα και την ωρίμανσή της, παρότι είναι δύσκολα και απαιτητικά. Την αφήνει να εκφράζεται και τη θαυμάζει για αυτό που είναι και βρίσκεται εκεί για να την αγαπάει και να τη φροντίζει, να την σηκώνει όταν πάει να πέσει και να τη βοηθάει στα βήματα που κάνει για να μεγαλώσει.  
Ο ίδιος είναι μόνος του, γιατί η μητέρα είναι απούσα και τους παράτησε, οπότε καταλαβαίνει πόσο σημαντικός και σπουδαίος είναι ο ρόλος του και στέκεται εξαιρετικό τρόπο δίπλα στην κόρη του που νοηματοδοτεί και τη ζωή του, με έναν θετικό τρόπο. Είναι ακριβής προσομοίωση αυτού που λένε great parenting. Άρα πέρα από τα σχολεία, αυτή η ταινία πρέπει να προβληθεί και σε μπαμπάδες και μαμάδες. 
Η Kayla είναι ένα υπέροχο απλό κορίτσι που βιώνει ποικίλα συναισθήματα που απεικονίζονται στην κινηματογραφική οθόνη με παιχνίδια στο soundtrack και μας τραβάει στον μαγικό, συναρπαστικό κόσμο της που κάποτε μοιάζει με το πιο τρομακτικό θρίλερ. Ο κόσμος των παιδιών-εφήβων είναι βάναυσος και σκληρός για αυτά τα παιδιά που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες. Αυτό που βλέπουμε είναι μία πλήρης απεικόνιση της σύγχρονης γενιάς των δεκατριάχρονων που ζούνε μέσω κινητών τηλεφώνων μία παράλληλη εκδοχή της πραγματικότητας που τους δείχνει πώς πρέπει να συμπεριφέρονται για να γίνουν αποδεκτά και κουλ. Στην ταινία βλέπουμε ότι τα κουλ συνομήλικα κορίτσια με την Kayla, είναι απολύτως χαζά, κακότροπα, κακομαθημένα και χαμένα στον φανταστικό τους κόσμο, ενώ αναπαράγουν και μιμούνται κυρίαρχα πρότυπα ομορφιάς. Το αγόρι που αρέσει στην Kayla είναι ένα αγόρι που σύμφωνα με τα κυρίαρχα πρότυπα πάλι, συμπεριφέρεται σεξιστικά και αντικειμενοποιητικά και οι φήμες λένε ότι χώρισε το κορίτσι του γιατί δεν του έδειχνε γυμνές φωτογραφίες της, ενώ το πρώτο πράγμα που τον ενδιαφέρει να μάθει για την Kayla, όταν αυτή τον προσεγγίζει είναι αν κάνει στοματικό έρωτα. Η Kayla όμως δεν είναι τόσο αφελής, παρότι θέλει να είναι μανιασμένα cool και θέλει να φύγει από το περιθώριο, γιατί καταλαβαίνει πολλά περισσότερα πράγματα από αυτό που δείχνει. Οπότε, προσπαθεί σκληρά για να βγει από αυτό το κακό τριπ ορμονών που οδηγούν τα νεαρά άτομα σε αυτές τις καταστάσεις. 
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η σκηνή όπου τα παιδιά αντί για την πρόληψη φυσικών φαινομένων, όπως ο σεισμός ή ένα τσουνάμι (Αμερική γαρ), προπονούνται και προετοιμάζονται ενδοσχολικά, για την πιθανότητα επίθεσης από έναν shooter. Δηλαδή, ο διευθυντής/καθηγητής ντύνεται οπλιστής που εμφανίζεται και εκτελεί κόσμο, ενώ ενημερώνει τα παιδιά για τις κινήσεις που πρέπει να κάνουν σε τέτοια περίπτωση, ώστε να προστατέψουν τον εαυτό τους και να σωθούν. 
Η Kayla και τα παιδιά της όγδοης δημοτικού, της τελευταίας τάξης του middle school κάνουν επίσκεψη γνωριμίας περιβάλλοντος και συνθηκών στο high school. Εκεί η μικρή πρωταγωνίστρια γνωρίζει την Olivia, που τυχαία ορίζεται ως το ζευγάρι της-η σκιά της, ώστε να της δείξει τα κατατόπια και να της δώσει μία γεύση από αυτό που πρόκειται να ζήσει. Η Olivia είναι ένα κορίτσι που φαίνεται πολύ κουλ τώρα  που μεγάλωσε, σαν εξέλιξη της Kayla, ενώ η ίδια παραδέχεται πως κάποτε ήταν χειρότερη από την Kayla. Η Olivia συμβουλεύει τη μικρή φίλη της να μην ακούει τα άτομα που της φέρονται άσχημα και της λέει ότι όλα αυτά θα αλλάξουν πολύ σύντομα, γιατί ένας νέος κόσμος ανοίγεται μπροστά της. Όταν προσκαλεί την Kayla να βγει μαζί με την παρέα της στο εμπορικό κέντρο όλα αλλάζουν. Η Kayla αισθάνεται ότι έχει μία ελπίδα να κοινωνικοποιηθεί όπως θα ήθελε και ονειρεύεται. Όμως βιώνει μία κακή εμπειρία ωρίμανσης, εξαιτίας ενός αγοριού που επιδιώκει να την κακοποιήσει ερωτικά. Όταν το ξεπερνάει αυτό, η Kayla γίνεται ακόμα καλύτερη και παρασάγγας αισιόδοξη για την ίδια και για το μεγάλωμά της. Σε αυτή τη διαδικασία που είναι σύνθετη και ιδιαίτερα πολύπλοκη, ο μπαμπάς της είναι πάντοτε εκεί για να την αναστηλώνει συναισθηματικά και υπαρξιακά. 
Η ταινία είναι δύσκολη, όπως και η προεφηβεία-εφηβεία. Ωστόσο, έχει τόσο όμορφα και ευαίσθητα σημεία, είναι τόσο γνήσια και αληθινή που μοιάζει με ένα μικρό αστραφτερό διαμαντάκι. Είναι στην ίδια κατηγορία με την ταινία Thirteen (2003), εντούτοις είναι πολύ πιο σύνθετη, πραγματική και όμορφη και αφορά πολλά περισσότερα παιδιά της σύγχρονης εποχής. 

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Roma

2018 // Alfonso Cuaron 

Είναι μερικές ταινίες που είναι απλώς ανάρπαστες εμπειρίες, τις βλέπεις και δεν μπορείς να τραβήξεις το βλέμμα σου από την οθόνη και αυτό δεν έχει σχέση με την πλοκή. Η ανάγκη σου να την παρακολουθείς έχει σχέση μάλλον πολύ περισσότερο με τη λεπτομέρεια που υπάρχει σε κάθε καρέ και πλάνο. Σκέφτεσαι ότι δεν έχει αφεθεί τίποτα στην τύχη του και όλα είναι τόσο μαγικά και υπέροχα που αφήνεσαι απλώς να ταξιδεύεις μέσα σε αυτό λες και είναι κινούμενος πίνακας ζωγραφικής, λες και είναι φωτογραφία που ζωντανεύει ή απόσπασμα από τις αναμνήσεις και τη ζωή κάποιου/ας.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται για την άριστη κινηματογραφική αποτύπωση των αναμνήσεων του Alfonso Cuaron από την παιδική του ηλικία, στη Roma του Μεξικού. Αυτός ο υπερταλαντούχος και εργατικότατος τύπος αξίζει σίγουρα πολλά παραπάνω από ένα όσκαρ. Με κέντρο την οικιακή βοηθό που τους στάθηκε σαν μάνα και κάτι παραπάνω, επιστρέφει στο 1971, όταν οι γονείς του χώρισαν και όταν παρακρατικές στρατιωτικές οργανώσεις επιτέθηκαν στους διαμαρτυρόμενους/ες φοιτητές/τριες (Corpus Christi Massacre), με αποτέλεσμα να υπάρξουν νεκροί στον δρόμο. Και αυτή η συνθήκη αποτυπώνεται εξαιρετικά, με μπόλικες σημαίνουσες λεπτομέρειες να ενισχύουν και να συμπληρώνουν το τελειομανικό κάδρο που κινείται. Βλέπουμε το σινεμά στα καλύτερά του. 
Μέσα από μία υπερπαραγωγή ταινίας, με αρκετούς χαρακτήρες, άπειρους κομπάρσους και έξοχο στήσιμο, την οθόνη διανύουν εικόνες από το Μεξικό και την καθημερινότητα της εποχής. Σκηνές σε ταράτσες με γυναίκες εργάτριες που απλώνουν ρούχα κι ένα παιδί που παίζει και η φαντασία του εκτείνεται πέρα από τα συνηθισμένα και τα αναμενόμενα. Εικόνες από χαμόσπιτα, όπου υποψήφιοι πολιτικοί παράγοντες κάνουν διαφημιστικά τρικς για να πείσουν τους φτωχούς να τους ψηφίσουν με την υπόσχεση ότι θα τους φέρουν το νερό που τους λείπει. Ροκ μπάντες σε καλύβες με λάσπες. Οργανωμένες πολεμικές τέχνες σε τεράστια γήπεδα. Μία πορεία και οι τρομακτικές εξελίξεις της, μέσα από το παράθυρο ενός μαγαζιού. Ένα νοσοκομείο, μία παραλία και ένα τεράστιο σπίτι. Ένα σινεμά, χώροι διασκέδασης, ένα δάσος. Και πολλοί χώροι ακόμα. Όταν λέμε ότι μας φέρνει τις αναμνήσεις του μπροστά, το εννοούμε όντως! Έχει φροντίσει να αποτυπώσει κάθε λεπτομέρεια για το τι θυμάται ανάμεικτα με το τι συνέβαινε.
Στο κέντρο των πραγμάτων, ο φακός του Cuaron αποτυπώνει με ασπρόμαυρη αισθητική το οικογενειακό του σπίτι, τη σχέση με τα αδέρφια και τους γονείς του, την αίσθηση που του έδιναν τα πράγματα και όπως τα θυμάται ως ενήλικας, αλλά και όπως τα έβλεπε όταν ήταν παιδί. Περιγράφει τη μοναξιά των γυναικών, την έλλειψη του πατέρα του που τους εγκατέλειψε, τη ζωή της οικιακής τους βοηθού, που ήταν Μεξικανή και αξιαγάπητη. Η σχέση τους ήταν οικογενειακή, δηλαδή, η Κλέο, η βοηθός ήταν κάτι παραπάνω από απλή εργαζόμενη, παρότι αντικειμενοποιείται και θεωρείται κατώτερη. Τα προβλήματά της γίνονται σιγά-σιγά αντιληπτά από την οικογένεια, ενώ τα παιδιά φαίνεται να την αγαπούν σαν μαμά τους. Γενικώς, η ταινία μας δείχνει ότι οι οικιακές βοηθοί αντιμετωπίζονταν σαν δούλες των πλουσίων μεσοαστών και μεγαλοαστών, πολύ συχνά γίνονταν δέκτριες επιθετικότητας, άδικων παρατηρήσεων, ενώ μετατρέπονταν σε σάκους του μποξ. Αντίθετα, φαίνεται πως οι μεσο/μεγαλοαστοί έχουν διαφορετικό τρόπο να διαχειρίζονται τα πράγματα, γιατί έχουν την οικονομική δύναμη που τους καθιστά ταξικά ανώτερους και άρα πριμοδοτημένους. Παρότι αριστεροί και υποτίθεται πολιτισμένοι και μορφωμένοι, χρησιμοποιούν γυναίκες άλλης καταγωγής για να τους υπηρετούν και τις συμπεριφέρονται αρκετά ανάρμοστα, μερικές φορές φαίνεται να μη τις υπολογίζουν σαν ανθρώπους, τουναντίον τις αντιμετωπίζουν σαν απρόσωπες υπαλλήλους.
Είναι χαρακτηριστικό στην ταινία ότι οι πλούσιοι σε μία φωτιά κρατάνε τα κρασιά τους και απλώς στέκονται σε μία άκρη και βλέπουνε το δάσος να καίγεται και τους φτωχούς να τρέχουν να σβήσουν με κουβάδες κάθε ίχνος φλόγας. Έπειτα, στο νοσοκομείο έχουν προτεραιότητα, ενώ οι φτωχές βοηθοί έπρεπε να υπηρετούν και να ακούνε τα αφεντικά τους, από τα πιο απλά πράγματα έως και το σημείο της μαρτυρικής θυσίας. Οι ζωές τους λειτουργούν βοηθητικά και υποστηρικτικά για τις ζωές των άλλων. Την πρωταγωνίστρια οικιακή βοηθό, Κλεό (Yalitza Aparicio), διακατέχει μία ιδιαίτερη και λεπτή ευαισθησία, αφού βλέπει τον κόσμο σαν παιδί, μέσα από τα μάτια των παιδιών που προσέχει και φυλάει και αγαπάει σαν να είναι δικά της παιδιά, όπως και αυτά την αγαπούν σαν να είναι δική τους μαμά. 
Η Κλεό περνάει πολλές δυσκολίες, διαφορετικές από την αφεντικίνα της, η οποία της λέει ότι "Εμείς οι γυναίκες είμαστε πάντοτε μόνες, μην ακούσεις όποιον σου πει κάτι διαφορετικό". Είναι περίεργο και ενδιαφέρον και μαγικό το πώς ένας άνδρας, ο Cuaron, βλέπει με τόση τρυφερότητα αυτή τη γυναίκα που τον μεγάλωσε με αυτόν τον παστρικό τρόπο και τη φροντίζει τόσο πολύ κινηματογραφικά, ενώ καταφέρνει να την αποτυπώσει με σεβασμό, αποδίδοντάς της μία ξεχωριστή ποιότητα χαρακτήρα. 
Για το τέλος άφησα το καλύερο. Δεν θέλω να πω πολλά, γιατί είναι ένα θαύμα που δεν περιγράφεται. Ο λόγος γίνεται για τον ήχο της ταινίας. Έχει γίνει πολύ καλή δουλειά που ανεβάζει τόσο πολύ το επίπεδο της εικόνας, ώστε να νιώθεις πως ζωντανεύει αυτό που βλέπεις σε τέτοιο βαθμό που γίνεσαι από παρατηρήτρια, μέρος του. Είχα πάρα πολύ καιρό να δω τέτοια ταινία και μπορώ να πω ότι με άφησε πολύ πολύ ικανοποιημένη και ενθουσιασμένη με έναν τρόπο που το ξέρω από τώρα ότι θα την σκέφτομαι και θα τη στοχάζομαι και στο μέλλον. Είναι κάποια έργα τέχνης που αποτελούν σημεία αναφοράς και πιστεύω ότι το Roma για μένα μέλλεται να γίνει ένα από αυτά. 

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Primal Fear


1996 // Gregory Hoblit (dir.), Steve Shagan, Ann Birdman (screen writers)
Based on the novel by William Diehl

Βασικό μουσικό θέμα της ταινίας, όχι τυχαία: https://www.youtube.com/watch?v=v_2fyB4dj4U

Στη σχολή μας είπαν ότι το σενάριο είναι μία μορφή ενορχήστρωσης. Εγώ πιστεύω ότι και το τελικό αποτέλεσμα μίας τεράστιας διαδικασίας που ονομάζουμε «ταινία» είναι επίσης μία μορφή ενορχήστρωσης ακόμα πιο ενισχυμένη και σύνθετη.  Δεν ξέρω αν είναι λίγες ή πολλές οι ταινίες που καταφέρνουν να δώσουν την αίσθηση μία περίεργης ικανοποίησης, όπου όλα είναι άψογα δομημένα και φροντισμένα, ώστε να μετατρέπονται σε «εμπειρίες» πέρα από θεάματα. 
Το Primal Fear είναι σίγουρα μία τέτοια ταινία που ας πούμε ότι φτιάχτηκε με παλιομοδίτικους τρόπους, όμως διατηρεί τη διαχρονική του σημαντικότητα.  Πρωταγωνιστεί ο Richard Gere που μπορεί να μη μου αρέσει καθόλου, αλλά με έπεισε και ξέχασα αν μου αρέσει ή όχι. Στην ταινία είναι ο Martin Vail, ένας αντιπαθής-συμπαθής δικηγόρος που, κάτω από την απληστία του για τη δόξα, κρύβει μέσα του έναν ωραίο κώδικα προσωπικών αξιών για το πώς βλέπει τη νομική πράξη, ενώ διακατέχεται από υπαρξιακή ανησυχία. Μαλωμένος με τη συνάδερφό του και πρώην συνεργάτιδα και σύντροφό του Janet Venable (Laura Linney-εξαιρετική, πρωταγωνιστεί και στο Ozark), προσπαθεί να βρει γραμμή επανασύνδεσης αλλά δεν τα καταφέρνει. 
Οπότε και με την ομάδα συνεργατών του, πέρα από τις υποθέσεις του αρχιμαφιόζου της πολιτείας, αναλαμβάνουν να υπερασπιστούν τον Aaron (Edward Norton), ένα ταπεινό, σαν τα κρύα τα νερά παπαδοπαίδι που φαίνεται να δολοφόνησε εξαιρετικά βίαια τον αρχιεπίσκοπο. Μία χαμένη φαινομενικά υπόθεση μετατρέπεται σε ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον σχήμα ανθρώπων και συμβάντων, αφού ο  αρχιεπίσκοπος εμπλέκεται σε σκάνδαλα και ο εισαγγελέας της πολιτείας είχε συμφέρον να εκτελεστεί γιατί του διέκοπτε έργα από τα οποία θα έβγαζε εκατομμύρια. Ο Vail προσλαμβάνει την Molly (Frances McDormand), μία νευρολόγο-ψυχίατρο να εξετάσει τον κατηγορούμενο, για να δει αν έχει κάποια ψυχική διαταραχή που τον οδήγησε σε αυτό το έγκλημα. Και βλέπουμε μέσα από φοβερά πλάνα, φωτογραφία, ροή και ατμόσφαιρα το τι γίνεται. Αντίπαλος του Vail στη δίκη είναι φυσικά η Venable. 
Πάρα πολύ ωραία ταινία, καιρό είχα να δω κάτι τόσο άρτια κατασκευασμένο. Η δικαστής είναι γυναίκα και μαύρη και πίνει κάτι που μοιάζει με ουίσκι και κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης.  Οι ηθοποιοί/ές παίζουν υπέροχα, με την πρώτη ερμηνεία του Edward Norton να ξεχωρίζει φανερά –εντάξει, αυτός ο τύπος είναι άψογος ηθοποιός, τι να πούμε. Καλά, η Linney και η McDormand δίνουν κι αυτές πολύ καλές εντυπώσεις και με αυτό εννοώ ότι ξεχνάς πού αλλού έχουν παίξει και τις απολαμβάνεις σαν να είναι οι ρόλοι τους. Και ο Gere καλός ήταν μωρέ, άντε. 
Οι σκηνές στο αμερικάνικο δικαστήριο, παρότι τις έχουμε χιλιοδεί είναι γεμάτες αγωνία και πολύ καλοφτιαγμένες. Τα πλάνα από ελικόπτερο είναι πολύ ωραία συναρμοσμένα με την υπόλοιπη ταινία και δεν κουράζει ποτέ η φωτογραφία, είναι απλώς πάρα πολύ προσεγμένη. Το τέλος είναι λίγο υπερφορτωμένο, όμως αξίζει τον κόπο, γιατί αυτό το σενάριο, αυτό το σενάριο! Ακόμα και τα πλάνα με τον Gere και τους μαφιόζους είναι δομημένα με ωραίο τρόπο και βλέπουμε στο background την αισθητική της ταινίας. Θα κλείσω λέγοντας ότι το Primal Fear είναι απλά τέλειο. 

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Cold War


2018 // Pawel Pawlikowski 

Ο Πολωνός σκηνοθέτης πλέκει για άλλη μια φορά πολύ προσεκτικά τις διάφορες κλωστές που συνενώνονται σε ένα αριστούργημα. Το Cold War είναι ένα μουσικό παραμύθι και δράμα. Το ασπρόμαυρο φίλτρο που προτιμάει ο Pawlikowski χρωματίζεται με τόνους απύθμενου ρομάντσου κι έρωτα και όλα γίνονται μία μαγεία που άλλοτε θυμίζει την πραγματικότητα και τον ρεαλισμό και άλλοτε όχι και τόσο. Κάνει τα πράγματα να φαίνονται σαν μία κύλιση στον χρόνο. 
Η Joanna Kulig (Zula) και ο Tomasz Kot (Wiktor) παίζουν υπέροχα τους ρόλους τους και μας κάνουν να πιστέψουμε ότι ζούνε την ατίθαση και αλόγιστη έλξη που έχει ο ένας για την άλλη και αντίστοιχα. Για άλλη μια φορά το δημιούργημα του σημαντικού σκηνοθέτη έχει υψηλή αισθητική και ποιητικότητα., σε συνδυασμό με την εξαιρετική η φωτογραφία του Lukasz Zal. Όλα δένουν περίφημα και ο Ψυχρός Πόλεμος γίνεται ένα πεδίο όπου εκτελούνται τα συναισθήματα, οπότε και αυτά που είναι πιο ισχυρά καλούνται να υπερισχύσουν και να υπερνικήσουν τις αντιστάσεις, ώστε να επιβιώσουν.  
Σημαντικό ζήτημα που θίγεται στην ταινία είναι η νοσταλγία που νιώθει η Zula για την πατρίδα.  Η Πολωνία είναι υπό Σταλινική κυβέρνηση. Διαφεύγει στο Παρίσι για να ζήσει με τον αγαπημένο της Wiktor, όμως κάτι δεν της κάθεται καλά. Ρισκάρει για να επιστρέψει πίσω, με αποτέλεσμα να προκαλέσει πολλές δυσκολίες στην πορεία του έρωτά τους. Όλα ανατρέπονται, ο χρόνος λειτουργεί καταλυτικά και η ταινία μας αφηγείται ότι αν δύο θέλουν να είναι μαζί, θα είναι ό,τι και να συμβεί, όσες φουρτούνες, χρόνια και αν περάσουν, όσες κυβερνήσεις, συζύγους κι αν αλλάξουν. Η αγάπη στο τέλος νικάει τα πάντα και όλα είναι πολύ απλά, τόσο απλά μπροστά της. 
Νόμιζα ότι θα είχα περισσότερα να πω, ωστόσο, καθώς η ταινία είναι περισσότερο μουσικό ποίημα, θεωρώ ότι τα καλύπτει όλα, πολύ καλύτερα από ό,τι αποπειράθηκα να παρουσιάσω, οπότε δείτε τη.

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018

Atomic Blonde


2017 // David Leitch (Dir.), Kurt Johnstad (Wr.)
Based on the graphic novel “The coldest City” by Antony Johnston and Sam Hart


Η πράκτορας (Charlize Theron) πηγαίνει εκ μέρους των Βρεατνών στο Δυτικό Βερολίνο πριν πέσει το τοίχος για να συναντήσει τον πράκτορα Πέρσιβαλ (James McAvoy) με σκοπό να βρούνε μία λίστα που θα αποτρέψει τη συνέχιση του Ψυχρού πολέμου κατά σαράντα χρόνια. Παράλληλη πλοκή είναι ότι η ίδια ψάχνει να βρει και έναν διπλό πράκτορα-προδότη, τον Σάτσελ, ώστε να τον ξεμπροστιάσουν και να τον εκτελέσουν, ενώ η ίδια βιώνει την απώλεια και το πένθος για τον εραστή της και πράκτορα Γκάσκοϊν. 
Δεν ξέρω πώς στο καλό κατάφεραν να αγοράσουν τα δικαιώματα για αυτές τις κομματάρες που παίζουν από πίσω και κάνουν την ταινία να μοιάζει σαν βιντεοκλίπ. Και εκεί πιστεύω ότι έγκειται η μη τελειότητα της ταινίας. Βάζοντας τέτοια φοβερή και ανεπανάληπτη μουσική από πίσω, τέτοια που κάθε μέλλουσα κινηματογραφίστρια οραματίζεται για το έργο της, τοποθετώντας σταρς σε βασικούς ρόλους και παίρνοντας την ιδέα ενός πολύ καλού κόμικ, υποκύπτεις στο σφάλμα ότι έχεις τα πάντα. Άσε που σε μία σκηνή δράσης η πανέμορφη Charlize μπαίνει σε ένα σινεμά και παίζει το Stalker του Tarkovsky από πίσω. Δηλαδή, θέλει προσπάθεια για να μη βγει καλό το αποτέλεσμα της ταινίας. Όλα τόσο στιλιζαρισμένα και φορτωμένα με μία εξαιρετική αισθητική που όμως φαίνεται να μη λειτουργεί και να μη συνυπάρχει με τα επιφανειακά περιεχόμενα δράσης. 
Λείπουν πράγματα από την ταινία που θα την κάνανε αριστούργημα. Όλα είναι τόσο τέλεια που δεν γίνονται πιστευτά. Η Atomic Blonde τρακάρει με ένα αυτοκίνητο και μένει άθικτη. Ρίχνει ντουλάπες, ξυλοκοπεί μπάτσους, παρότι αδύνατη και με παπούτσια μπότες στιλέτο είναι η νικήτρια σε όλες τις μάχες, μπορεί και μόνη της καλά και είναι φοβερή, τέλεια και bisexual. Τους δέρνει όλους με περισσή άνεση, σαν να μην καταλαβαίνει τίποτα. Οι χρόνοι συμβαδίζουν με την ατμόσφαιρα του κόμικ, είναι έντονοι, μικροί και κοφτεροί, ωστόσο δεν σου επιτρέπουν να επεξεργαστείς αυτό που βλέπεις κι ας είναι τεχνικά αψεγάδιαστο. Εντάξει, αυτό δεν σημαίνει ότι η ταινία δεν αξίζει. Έχει σκηνή καταδίωξης με τη Theron, αφού έχει δείρει και εξοντώσει τους άνδρακλες αντίπαλους της Στάζι, να τρέχει να φύγει και να παίζει soundtrack το “I ran” των Flock of seagulls. Καλά, είναι θεά, μετά από λίγο μας δείχνει τις άριστες ικανότητες υποκριτικής της και μέσα στο νερό. Πόσο συχνά γίνονται αυτά, δηλαδή; Εντυπωσιακό. Η κίνηση της κάμερας και η σκηνοθεσία είναι φοβερά στις σκηνές μάχης και καταδίωξης. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το ιστορικό τοπίο είναι έντονα φορτισμένο, καθώς το τείχος του Βερολίνου πέφτει. Η πρωταγωνίστρια μέσα σε όλα αυτά τη βγαίνει από πάνω σε όλους τους δύστροπους κι ανίκανους πράκτορες και καταφέρνει να επιζήσει. 

Death at a funeral


2007 // Frank Oz (dir.), Dean Craig (writ.)

Είναι γεγονός ότι τις καλύτερες κωμωδίες τις έχουν κάνει Βρετανοί, πάει και τελείωσε. Και είναι γεγονός ότι μπορούν να πάρουν ένα φέρετρο και να παίζουν με έναν νεκρό και να σε κάνουν να γελάς. Οι δημιουργοί της ταινίας σίγουρα γνωρίζουν το ρητό των αείμνηστων μεγάλων φιλοσόφων και δημιουργών Monty Python: «Always look at the bright side of life».  
Μια κηδεία Βρετανών που δεν γίνεται να είναι πιο αστεία, καθώς συμβαίνουν διάφορα πράγματα που ανατρέπουν τους καθωσπρεπισμούς, την αναγκαιότητα του μαύρου πένθους και τη σοβαροφάνεια των λευκών μεγαλοαστών. Η σεναριακή δομή κτίζεται κατά την εξέλιξη της ταινίας, με αποτέλεσμα να γελάς όλο και περισσότερο, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Οι ηθοποιοί είναι ό,τι πρέπει, με τον Matthew MacFyden να ξεχωρίζει, καθώς και βασικός πρωταγωνιστικός ρόλος: ο γιος του νεκρού συζύγου, πατέρα, θείου, φίλου, εραστή, αγαπητού και αναγνωρισμένου κοινωνικού προσώπου και τα λοιπά. Ωραίος είναι και ο Alan Tydyk που παίζει τον Simon, έναν σοβαροφανή μέλλοντα γαμπρό και τα λοιπά που ξαφνικά δεν ξέρει πού του βρίσκονται τα αυγά και τα πασχάλια και κάνει βόλτες πέρα δώθε αναζητώντας το νόημα, δείχνοντας την αλήθεια σε αυτούς που εθελοτυφλούν και δεν μπορούν να τη δούνε. 
Η ταινία καταπιάνεται με πάρα πολλά θέματα, καθώς βλέπουμε το εσωτερικό μίας πολυμελούς οικογένειας που δεν έχει ξεκαθαρίσει τίποτα και ξέρει καλά πώς να τα κρύβει όλα κάτω από τα ακριβά χαλιά. Μυστικά, φόβοι, ζήλιες, αντιπαλότητες, διεκδικήσεις, κατά λάθος ναρκωτικά μέσα σε μπουκαλάκια βάλιουμ, γέροι που τα έχουν χαμένα (ή όχι και τόσο), ίντριγκες, μία μνησίκακη μάνα-πεθερά, μία νύφη που κράζει για την επιβεβαίωση, ένας γλοιώδης και κριπιάρης άσχετος ζεν πρεμιέ, έρωτες, πάθη και τα συναφή, με έναν γυμνό στην οροφή. Δεν λέω τίποτα σχετικό με την πλοκή, γιατί είναι πολύ έξυπνα μπερδεμένη, αλλά και απλή συνάμα, όσο και ευχάριστη. Όλα γίνονται γύρω από έναν φέρετρο, εντούτοις ξεχνάμε ότι υπάρχει ο θάνατος. Η ζωή και οι μικρές τσαχπινιάρικες αναποδιές της απαλύνουν τις τύψεις, τη θλίψη, τη μιζέρια και όλη τη σκοτείνια του θανάτου, για τον οποίο υπάρχουν στιγμές συνειδητοποίησης, χωρίς να επισκιάζουν τις στιγμές γέλιου και γελοίου. 

Human Traffic


1999 // Justin Kerrigan

Ο Justin Kerrigan το 1999 στην Ουαλία έτρεχε με τα χίλια και έπιασε έναν ρυθμό κάμερας ταχύτατο και άρτιο, ώστε να περιγράψει την περιθωριακή κουλτούρα των τεκνόπαρτων και των ναρκωτικών άψογα. Μερικές φορές θέλει να μας παρασύρει στον ρυθμό και άλλες φαίνεται σαν να βάζει τους ήρωες και τις ηρωίδες του να μας παρακολουθούν εκεί που καθόμαστε και νομίζουμε πως εμείς τους παρακολουθούμε. Παρατηρείται μία στενή συνδιαλλαγή κάμερας, πρωταγωνιστών/τριών και κοινού. Ο δημιουργός δεν θέλει να χάσουμε ποτέ την επαφή μας με αυτό που βλέπουμε, για αυτό και μας θυμίζει πολύ συχνά την ύπαρξή μας. 
Μας συστήνει στον κόσμο του, παρουσιάζοντας τους βασικούς κεντρικούς χαρακτήρες, Jip, Lulu Koop, Nina, Moff που συντάσσουν μία παρέα κατ’ επιλογή. Έχουν καθεμία και καθένας μία πτυχή που περιγράφεται καρικατουρίστικα και στη συνέχεια παρτάρουν ασύστολα. Μέσα από τα πάρτι παράγουν και φιλοσοφικά πορίσματα που έχουν να κάνουν με διάφορα θέματα: από το Star Wars έως την ψυχασθένεια και το σεξ. Όλα συνδέονται, αλλά η βασική κινησιουργός δύναμη της ταινίας μας λέει ότι όλα ανεβαίνουν και όλα κατεβαίνουν. 
Ένας φοβερός και ποιητικός κόσμος πραγμάτων, επιρροών, συναισθημάτων, εικόνων, μουσικής και ταινιών ανοίγεται δια μέσω χημικών ουσιών. Κυρίαρχη αφήγηση στην ταινία αποτελεί η περιγραφή συνειδητοποιήσεων που κάνουν νέοι άνθρωποι για την παράνοια και την απουσία νοήματος στις στημένες οικογένειες με τα συγγενικά πρόσωπα που δεν έχουν ταυτότητα και απλώς αναπαράγουν στερεοτυπικά ρόλους. Μέσα σε αυτή την θολή κατάσταση της ύπαρξης που ωθείται να μετεωριστεί στο κενό η ουσία διαφαίνεται καθαρότερα. Σε μία σκηνή του πάρτι, όταν σκάει το ναρκωτικό στον πρωταγωνιστή-αφηγητή (John Simm) και ζει τις πρώτες στιγμές της εμπειρίας του, μοιράζεται τις σκέψεις του και νομίζω ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο να πούμε για αυτή την ταινία, αφού ο ίδιος συνοψίζει τις βαθύτερες ιδέες αυτής της κουλτούρας που έχουν στόχο μία αγνή και ασφαλή ‘ευτυχία’: 
 «We wanna go somewhere else. We're not threatened by people anymore. All our insecurities have evaporated. We're in the clouds now. We're wide open. We're spacemen orbiting the earth. The world looks beautiful from here, man. We're nympholeptics, desiring for the unobtainable. We risk sanity for moments of temporary enlightenment. So many ideas. So little memory. The last thought killed by anticipation of the next. We embrace an overwhelming feeling of love. We flow in unison. We're together. I wish this was real. We want a universal level of togetherness, where we're comfortable with everyone. We're in rhythm. Part of a movement. A movement to escape. We wave goodbye. Ultimately, we just want to be happy. Heh, yeah, hang on, what the fuck was I just talking about?».

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

The ballad of Buster Scruggs


2018 // Joel and Ethan Coen
Οι αδερφοί Coen ξέρουν να λένε τα καλύτερα παραμύθια μετά τους Γκριμ και το αποδεικνύουν με τη νέα τους ταινία που συναπαρτίζεται από έξι ιστορίες για την άγρια δύση. Ισορροπώντας πάντοτε μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, μεταξύ λογικής και παράνοιας, έχοντας υπέροχη φωτογραφία (Bruno Delbonnel), χρώμα, αισθητική, ατμόσφαιρα, κινηματογράφηση, αφηγούνται τους ίδιους τους πρωταγωνιστές και τις πρωταγωνίστριές τους, ανθρώπινα και μυθικά, ταυτόχρονα. 
Ιστορίες σαν ποιήματα που οδηγούν σε ένα απρόβλεπτο τέλος. Στον κόσμο των Coen δεν υπάρχει καλό και κακό. Υπάρχει μία αίσθηση αστείου και τραγικότητας που συνδέονται με έναν πάρα πολύ άρτιο και προσεκτικά δομημένο τρόπο. Μέσα από τις ιστορίες οι δυτικοί που εισβάλλουν στον τόπο των ινδιάνων φαίνονται βάναυσοι, βίαιοι και παράξενοι, άλλες φορές καλοί, αγαθοί και ανθρώπινοι.
Οι θεματικές διαφέρουν. Ένας επαγγελματίας δολοφόνος που σκοτώνει αυτούς που θεωρεί αγενείς και τραγουδάει χαριτωμένα, αναζωογονητικά τραγούδια, αλλά δεν είναι και ο καλύτερος όπως νόμιζε. Αυτός είναι και ο Buster Scruggs που μετουσιώνεται σε σουρεαλιστικό άγγελο και πηγαίνει στον παράδεισο με ένα πολύ περίεργο μοντάζ. Όλα γίνονται γρήγορα στη Δύση, μας λέει. Παρακάτω, ένας επαγγελματίας ληστής που προσπαθεί να ληστέψει μία τράπεζα, όλα πηγαίνουν αρκετά στραβά, καταδικάζεται, αλλά για πολύ διαφορετικό λόγο από ό,τι περίμενε. Ένας χρυσοθήρας που ψάχνει χρυσό μέχρι να τον βρει, αλλά δεν είναι και τόσο απλό όσο ακούγεται, αφού ο χρυσός δεν είναι για όλους. Ένα ζευγάρι ενός παράλυτου ταλαντούχου αφηγητή-ηθοποιού κι ενός συνοδού που δίνουν παραστάσεις από πόλη σε πόλη, μέχρι να βρούνε ένα τρικ που τους απαλλάσσει και απλοποιεί τα πράγματα, αφού το κοινό είναι λαϊκό. Ένα καραβάνι που έχει έναν λογικό να το οδηγεί, έναν παρανοϊκό να το σπρώχνει και μία φοβισμένη πενθούσα γυναίκα στη μέση. Φαίνεται πως δεν θα γίνει κάτι τρομερό, ωστόσο εδώ πρέπει να τονιστεί ότι η ταινία είναι υπέροχη και η έκβαση όλων των ιστοριών είναι εξίσου μοναδική.  
Η τελευταία ιστορία είναι η πιο ωραία κατακλείδα που θα μπορούσε να έχει η ταινία. Στην τελευταία ιστορία ή όλοι πεθαίνουν ή κανείς. Βασικός χώρος είναι μία άμαξα που πηγαίνει προς ένα σκοτεινό και μυστηριώδες ξενοδοχείο μέσα στην ομίχλη, με πέντε ανθρώπους, έναν νεκρό στην οροφή της άμαξας και έναν καβαλάρη. Οι πέντε αυτοί συζητούν για την ανθρώπινη ηθική με δυιστικό τρόπο (κάτι που δεν κάνουν οι αδερφοί Coen). Και βλέπουμε ότι δεν δικαιώνεται κανείς/καμία εν τέλει, αφού μπροστά στον θάνατο όλα αυτά δεν έχουν σημασία και δεν θα μάθουμε και ποτέ αν ήταν σωστά ή λάθος. 
  Πάντα εκεί που νομίζεις ότι έχεις βρει τον κακό ή αντιπαθή χαρακτήρα, υπάρχει κάποιος πιο κακός και πιο αντιπαθής. Θα μπορούσαμε, αντί για να περιοριστούμε σε δυϊσμούς να πούμε ότι οι δύο αδερφοί έχουν βρει τον τρόπο να περιγράψουν  απλώς  μία διαφορετική αποτύπωση της ανθρωπινότητας. 

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Steel Magnolias


1989 // Herbert Ross (dir.), Robert Harling (scr.,sc.)

Δεν μπορείς να μην δεν κάνεις θαύματα όταν έχεις αυτό το casting: Shirley MacLaine, Sally Field, Dolly Parton, Julia Roberts, Olympia Dukakis, Daryl Hannah. Ένα μεγάλο μπράβο σε αυτές και στον Hank McCann που τις επέλεξε (ή τον επέλεξαν, δεν ξέρω). Το Steel Magnolias, έχει ένα από αυτά τα σενάρια που είναι φτιαγμένα για να σε κάνουν κάποια στιγμή να συνδεθείς τόσο πολύ, θες δεν θες, ώστε να αναγκαστείς με το ζόρι να κλάψεις και να παρακαλάς να σου φέρουν κρεμμύδια για να το δικαιολογήσεις. Αλλά οι ηθοποιάρες παραπάνω δίνουν ρέστα, είναι απίστευτες και σου λένε με τα βλέμματά τους και την υποκριτική τους ικανότητα χίλια δύο παραπάνω πράγματα. 
Το Steel Magnolias για μένα είναι μία ταινία που αντικατοπτρίζει τη δυνατότητα συναισθηματικής και εσωτερικής επικοινωνίας των γυναικών. Μπορεί να προφασίζεται ότι αυτές οι γυναίκες θέλουν να είναι όμορφες, καθώς κεντρικός χώρος συνάντησης στην επαρχιακή κωμόπολη της Αμερικής που ζούνε, είναι το beauty shop της μίας. Μπορεί να κουτσομπολεύουν και να μιλάνε φαινομενικά για άνδρες που τις απογοητεύουν ή τις γοητεύουν, αλλά αυτό είναι το πάνω-πάνω κείμενο. Μιλάνε για πολλά ζητήματα μαζί την ώρα που φτιάχνουν τα μαλλιά τους ή τα νύχια τους. Είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένες με μία μοίρα που καλούνται να διαχειριστούν, να διεκδικήσουν, να αλλάξουν, να προσαρμόσουν, να αρνηθούν, κάνοντας μία φιλοσοφική υπαρξιακή εσωτερική διάδραση με τις υπόλοιπες. Πλούσιες ή φτωχές, άθεες ή θρήσκες, παντρεμένες ή χωρισμένες, νέες ή μεσήλικες, δεν έχει σημασία. Αποφασίζουν μαζί να υποστηρίξουν η μία την άλλη και αντιμετωπίζουν κάθε ζήτημα σαν να είναι ζωής ή θανάτου, φυσικά υποστηρίζοντας το αμερικάνικο όνειρο πάλαι πότε και μία ουτοπική αμερικάνικη ετεροκανονική ευτυχία, αλλά πέρα από αυτό είναι η μία για την άλλη, πράγμα που είναι και το πιο σημαντικό και σπουδαίο.  
Στο βάθος της η ταινία έχει να μιλήσει για δυαδικές και πολυπρόσωπες σχέσεις γυναικών που επικοινωνούν σαν να είναι μία, ταυτίζονται και βιώνουν τα πάθη, την αγάπη, τον έρωτα, τη θλίψη, τη μελαγχολία, τη στενοχώρια, το άγχος, το πένθος και πολλές άλλες συνιστώσες αυτών. Είτε το ζει η μία είτε η άλλη είναι όλες μαζί και αυτό είναι το υπέροχο (ίσως και μη ρεαλιστικό). Οι διάλογοι είναι πολύ καλογραμμένοι και απαρτίζονται από παραπάνω επίπεδα. Αγαπημένο σημείο η ανακοίνωση της κόρης στη μητέρα ότι είναι έγκυος και η συμπεριφορά και η αντίδραση της μητέρας από εκεί και πέρα. Φοβερή η ανάπτυξη και η εκτύλιξη των συμπεριφορών από εκεί και πέρα. 
Συνοπτικά, είναι μία πολύ γλυκιά, συγκινητική και όμορφη ταινία που βασίζεται στο αντίστοιχο θεατρικό έργο και καταφέρνει να αποδώσει μία πληθώρα πολύπλοκων στιγμών και σχέσεων. 

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Red Hulk


2013 // Asimina Proedrou

Το λινκ για να δείτε την ταινία: https://vimeo.com/140791907. 

Η πρώτη απόπειρα της Asimina Proedrou είναι πολύ ολοκληρωμένη και εύστοχη. Σεναριακά, διαλογικά και σκηνοθετικά με ωραία αναφορά στο Taxi Driver, στη σκηνή που ο πρωταγωνιστής κοπανάει έναν σάκο του μποξ για να σκεφτεί τι θα κάνει, όταν μπαίνει στο βασικό δίλημμα. Ο Κόκκινος Χαλκ είναι μία πάρα πολύ καλή ανάλυση του ρατσισμού, του κοινωνικού αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης. Όλος ο χώρος και ο χρόνος της ταινίας δίνονται με πολύ πετυχημένο τρόπο. Το σενάριο είναι εντελώς ρεαλιστικό και έγκυρο, τα γεγονότα επίκαιρα και σκοτεινά, η πλοκή ενδιαφέρουσα, το τέλος ένα φαινομενικά βαρύ εκκρεμές που προβληματίζει και διαλύει το κοινό. 
Ξεκινάει δυναμικά, τελειώνει με υπόνοιες. 
Ο πρωταγωνιστής αναζητάει τον εαυτό του, αισθανόμενος ακραίο μίσος, το οποίο του έχει φυτέψει ο κοινωνικός του περίγυρος (οικογένεια, εργασιακό περιβάλλον, "φίλοι"-συνοπαδοί κ.τ.λ.) και φροντίζει να καλλιεργήσει με διάφορους τρόπους ο ίδιος. Είναι τερατώδεις οι συμπεριφορές των ανθρώπων που τον περιβάλλουν, αλλά σιγά-σιγά αλλοτριώνεται (με όλο αυτό που κουβαλάει) και γίνεται και ο ίδιος τέρας. Όχι, γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Του δίνεται η ευκαιρία να επιλέξει, αλλά σαφέστατα κλίνει προς τα εκεί που είναι το μίσος, το κακό, το μη σκέπτεσθαι. Έχει κάνει κάτι κακό και αντί να προσπαθήσει να το σταματήσει, φοβάται, αγχώνεται, στενοχωριέται, θυμώνει και επιλέγει να το εντείνει και να το συνεχίσει, γιατί είναι ο κανένας, δεν έχει κάποιο νόημα στη ζωή του, κάποιον στόχο, αισθάνεται ένα τίποτα και όλα γύρω του είναι τρομακτικά άσχημα και έτσι τον κάνουν να αισθάνεται. Υπάρχει μία ρωγμή αμφιβολίας ότι ίσως και να μην είναι τέρας τελικά, γιατί δεν μαχαιρώνει τον μετανάστη. Γιατί έχει δεύτερες σκέψεις και ενδεχομένως, κάποιες τύψεις (όχι ξεκάθαρα αυτό που έκανε, αλλά για να μην τον πιάσουν μάλλον). Γιατί γυρνάει στην οικογένεια που δεν είναι καθόλου σωστή και καλή, αλλά σκατένια και τον φτύνει. Γιατί κοιτάει τους άλλους ζητώντας απάντηση, κανείς δεν του δίνει, τον διώχνουν από τον οπαδικό σύνδεσμο. Γιατί αγοράζει αρκουδάκι δώρο για την κόρη του συναδέλφου του που τον προσκάλεσε σπίτι του για φαγητό, αλλά δεν πηγαίνει και δεν δίνει ποτέ το δώρο. Γιατί έχει σκατά αφεντικό στη δουλειά και δεν βγάζει κουβέντα (όχι). Είναι ένα συνοθύλευμα καταστάσεων και γεγονότων που τον σπρώχνουν προς τα εκεί που έχει επιλέξει να πάει, επειδή θέλει να ανήκει κάπου και να επιβιώσει καταστρέφοντας τους άλλους και κάνοντας αποτρόπαιες πράξεις, προκειμένου να νιώσει σιγουριά και αυτοπεποίθηση και ότι έχει κάποιον στόχο στη μάταιη ζωή του.  
Δεν έχω κάτι άλλο να συμπληρώσω. Αυτή η ταινία πρέπει να γίνει γνωστή. 

Bohemian Rhapsody


2018 // Brian Singer (Dir.), Anthony McCarten, Peter Morgan(Screenplay and Story)

Δεν γίνεται να μη δείτε αυτή την ταινία. Έπειτα, οτιδήποτε έχει Queen σάουντρακ, ακόμα κι αν είναι διαφήμιση ή οτιδήποτε οτιδήποτε, ανεβαίνει επίπεδα μεγαλειότητας, γιατί πρόκειται απλώς για μία μεγαλειώδη μπάντα. Τα παιδιά που αναφέρονται παραπάνω έκαναν το καλύτερο δυνατό στο να χτίσουν μία αναπαράσταση του μύθου του Freddie Mercury. Η ταινία δεν ήταν για τους Queen, αλλά για τον τραγουδιστή-σταρ. Μην περιμένετε, επομένως, να δείτε κάτι βαθύ και ουσιαστικό, γιατί θα απογοητευτείτε. 
Ο Φαρόκ Μπουλσάρα, γεννημένος στη Ζανζιβάρη, Παρσί στη θρησκεία με καταγωγή από την Ινδία, ήταν ένα καημένο παιδί της εργατικής ορθόδοξης ζωροαστρικής τάξης, εργαζόμενος για ένα μεροκάματο στις μεταφορές αποσκευών στο αεροδρόμιο. Είχε μία ιδιαίτερα πεταχτή και ξεχωριστή οδοντοστοιχία που αποτέλεσε αντικείμενο κοροϊδίας και χλευασμού. Η ταινία μπαίνει κατευθείαν στους Queen, αλλά ο Φαρόκ, που μέσα του ήταν Freddie, είχε σχηματίσει κι άλλες μπάντες πριν από αυτήν. Η ταινία δεν εστιάζει στα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, αλλά σε αυτόν και στην ετεροφυλική σχέση του, ενώ ήταν ομοφυλόφιλος. Η ταυτότητά του βγαίνει ενοχικά και μας την περνάει υποδόρια και ξαφνικά μας ανακοινώνει ότι θα πεθάνει από το κακό AIDS που “he’s got it”. Αλλά, δεν εμβαθύνει καθόλου στις διαδικασίες που πέρασε μέχρι τότε, ούτε στις υπόλοιπες σχέσεις που είχε. Η οικογένειά του και δη ο πατέρας του παρουσιάζονται αυστηροί και συντηρητικοί, αλλά με μία ανοιχτή γλυκιά αγκαλιά στη δύσκολη στιγμή (πόσο αλήθεια να ήταν αυτό;). Οι υπόλοιποι της μπάντας παρουσιάζονται με δύο-τρεις ατάκες σαν καρικατούρες –καλά έκαναν κι έδωσαν την έγκρισή τους σε αυτό, γιατί διατηρούν τον ποπ μύθο τους. Αλλά δεν ήταν αρκετά ανεπτυγμένοι οι χαρακτήρες τους σεναριακά, ήταν σαν να συμπλήρωναν τον μύθο του Freddie που από ό,τι φάνηκε ήταν ένας μετανιωμένος γκέι που είχε ετεροφυλική σχέση με την “Love of his life” και κόλλησε κακό AIDS (για να μάθει). 
Παρά ταύτα, ο Freddy που ξέρουμε σαν κοινό ήταν τόσο δυναμικός και φοβερός που ακόμα κι από αυτό το μυθικό ποπ προφίλ που του φτιάξανε, καταφέρει να φανεί κάπου και να αναδιπλωθεί προς τα έξω, γιατί δεν μπορούμε να μην τον σκεφτόμαστε όλη την ώρα. Η ταινία έχει έναν παλμό (που βασίζεται στη μουσική και στην κάμερα), αλλά σε σημεία φαίνεται ότι είναι ψεύτικος, κάπως κωμικός και φτιαχτός. Ο Μalek, παρότι σίγουρα δούλεψε πολύ και καλά, θυμίζει τον πραγματικό Freddie μόνο όταν είναι σε σκιές, φώτα και δεν φαίνονται τα γουρλωτά μαστουρωμένα μόνιμα μάτια του (σε σκηνές που είναι πλάτη ας πούμε ή με τα γυαλιά είναι σχεδόν άψογος). 
Γενικά, βλέπουμε μία παραλλαγμένη επιφανειακή προσέγγιση του πώς δημιουργήθηκε η μπάντα των Queen, παράλληλα με το ετεροφυλικό ρομάντσο του γκέι τραγουδιστή/ μουσικού/σταρ. Με πολύ ταιριαστή και προσεγμένη κίνηση της κάμερας και αρκετά καλή φωτογραφία και κάδρα για μία βιογραφική αναφορά, περιμένεις κάτι απόλυτα ωραίο και καλοφτιαγμένο (που μάλλον είναι, απλώς εγώ είχα άλλες προσδοκίες). Εκεί που πας να συγκινηθείς, κρατιέσαι, γιατί καταλαβαίνεις ότι δεν είναι όλα αληθινά και βλέπεις έναν σύγχρονο ποπ μύθο για τον γκλάμορους ποπ 80’s μύθο. Οι απώλειες είναι αναμενόμενες, γιατί όταν πας να διαχειριστείς κάτι τόσο μεγάλο, όπως είναι η βιογραφία των Queen και του Freddie Mercury, όσο κόσμο κι αν φέρεις για να αναπαραστήσεις το live aid, ό,τι μασέλα κι αν βάλεις (που καλύτερα να μην την έβαζες),  θα κάνεις μεγάλη θυσία για να ακουμπήσεις έστω και κάτι από την ουσία του και πάλι ίσως να μη το πιάσεις. Δεν νομίζω ότι η ταινία πιάνει κάποια ουσία, είναι ελαφριά και διασκεδαστική, αλλά όχι πραγματική και βαθιά. Είναι ωραίο που δείχνει την επανάσταση ενός ανθρώπου που τον κοροϊδεύουν για την οδοντοστοιχία του, είναι ομοφυλόφιλος από συντηρητική οικογένεια και καταγωγή, και όμως έχει ένα φανταστικό χάρισμα και τραγουδάει υπέροχα, εντούτοις η ιστορία και το σενάριο είναι πετυχημένα επιφανειακά. Οι ατάκες του Freddie σε σημεία είναι ωραίες, μέχρι να δούμε μία περίεργη ενοχή στο βλέμμα του που δεν γίνεται απόλυτα κατανοητή. 
Τέλος, όχι ότι ενδιαφέρει κανέναν/καμία, άνετα θα την ξανάβλεπα την ταινία, γιατί λατρεύω τους Queen και είναι κάπως ευχάριστη, γλυκούλα και ωραία, ό,τι πρέπει για να χαλαρώσεις (αν κι έχω παράπονο που δεν είχε μέσα το "Show Must go on", σίγουρα μπορεί να λειτουργήσει σαν αφορμή για να ψάξει κάποιος/α που είναι από τον Άρη τη μπάντα και να μάθει λίγα περισσότερα πράγματα). 

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018

The Waiter


2018 // Steve Krikris 
Όσες ταινίες έχω δει ανά καιρούς στο φεστιβάλ, εκτός αν είναι πολύ κακές (που και πάλι, δεν ξέρω τι θα πει αυτό), τις βαθμολογώ ως καλές (αν και αυτό με τη βαθμολόγηση είναι διαφημιστικό κι εμπορικό παιχνίδι που μόνο κακό μπορεί να κάνει και τέλος πάντων δεν ξέρω πού στηρίζεται και χάλια είναι), γιατί θέλω να μην πάει καμία στράφι, είναι κρίμα να πέφτει δουλειά από πίσω και να μην αποζημιώνεται. Έτσι -ίσως πολύ λαθεμένα- σκεπτόμενη, βαθμολόγησα και αυτή την ταινία, εντούτοις, και προς μεγάλη μου λύπη, δεν έμεινα καθόλου ικανοποιημένη. Ήταν εκεί οι ηθοποιοί, πολύ στυλ και γκλαμουριά, μου φάνηκαν όλοι πολύ κοντοί σε σχέση με την τηλεόραση και τα μέσα. Η ταινία ήταν sold out. τυχαία την επέλεξα, γιατί άκουσα την προηγούμενη μέρα να λέει μία άγνωστη κοπέλα ότι είναι μία ενδιαφέρουσα ταινία, όμως πολύ λόγος για το τίποτα. Η ταινία δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμενα, αλλά θα μου πεις ό,τι θέλει περιμένει καθένας/καθεμία, έτσι κι εγώ πήγα προκατειλημμένη. Προφανώς και η ταινία δεν είχε καμία σχέση με τους Έλληνες σερβιτόρους/ες, εργαζόμενους/ες του πιο φημισμένου κλάδου στην Ελλάδα, με την εργασιακή επισφάλεια (ΧΑ!) και την τραγική κατάσταση της ανεργίας, γενικότερα. Ας πούμε ότι ο Steve Krikris προσπάθησε να κάνει μία ταινία που να έχει διεθνή κινηματογραφική γλώσσα, κώδικες και απήχηση. Μάλλον, αυτό το κατάφερε, αν και δεν είναι αρκετό. Πολύ στενοχωριέμαι, όταν βλέπω ταινίες που, ενώ φαίνεται να τα έχουν όλα, χάνουν κάτι από αυτό που λίγο αλλιώτικα να ήταν θα ήταν τέλειο. 
Ο Steve Krikris δεν τα δίνει όλα, γιατί κάνει το τεράστιο λάθος να απανθρωπίσει έναν κατά τα άλλα πολύ ανθρώπινο ήρωα και μετά να τον ξανανθρωπίσει για να τον δούμε να προβαίνει στην τελευταία σκηνή και να μην καταλάβουμε γρι από το τι βλέπουμε, αφού υπάρχουν επαρκείς ασάφειες για να μην τεκμηριώνονται τα δεδομένα. Φαινομενικά δεν υπήρχε η τέλεια συνοχή στο σενάριο. Η φωτογραφία και η αισθητική της ταινίας, τα χρώματα, η παγερή και η ψυχρή αίσθηση που έπρεπε να δοθεί, δόθηκε και ήταν και πολύ πετυχημένη. Η σκηνοθεσία, εντάξει, δεν είναι και κάτι τρομερό. Οι ερμηνείες πάρα πολύ καλές. Σερβετάλης και Στάνκογλου εξαιρετικοί, αντιλαμβάνονται τους ρόλους τους και τους περνάνε μέσα στο πετσί τους, παρότι μπορεί να είναι πολύ προφανείς και κλισέ σεναριακά και τους ερμηνεύουν  απόλυτα, κάνοντας την υπέρβαση που ελάχιστα μας κάνει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν κενά. Τα δώσανε όλα με ένα βλέμμα, μία κίνηση και ό,τι άλλο κινηματογραφικά απαιτείται. 
Η ταινία αν δεν είχε την τελευταία σκηνή και δύο-τρεις άλλες και είχε και λίγο διαφορετικό σενάριο και δεν ήταν αυτή, αλλά άλλη -και μπλα μπλα μπλα-, ίσως να ήταν η καλύτερη της χρονιάς ή και κάτι πέρα από μία αγαπημένη ταινία. Τώρα, δεν αλλάζει τίποτα, απλώς είναι κρίμα, με τόσες προδιαγραφές, στήριξη, παραγωγές, χρήμα και τα λοιπά, να κάνει κάποιος κάτι τόσο ωραίο αλλά και με φανερές ελλείψεις. Αυτό είναι και η κανονικότητα στον ελληνικό κινηματογράφο, από την οποία δεν ξεφεύγει κανείς/καμία δημιουργός εύκολα. Ο Krikris έχει να μας δείξει κι άλλα μάλλον και τα κρατάει για μετά, ωστόσο θα πρέπει να φροντίσει λίγο περισσότερο, ώστε να μη χάνεται η οποιαδήποτε μαγεία. 

Hippopoetess


2018 // Francesca Fini

Η Ιταλίδα φεμινίστρια σκηνοθέτιδα, σεναριογράφος και πρωταγωνίστρια της ταινίας έχει κάνει μία εντυπωσιακή άβαντ γκαρντ, ποπ, πειραματική απόπειρα να τρυπήσει την ιστορία και να αναστήσει την Amy Lowell (1874-1925), μία γυναίκα από πλούσια οικογένεια, επιχειρηματία και προ παντός ποιήτρια που εντάχθηκε στο κίνημα του εικονισμού και πήρε το Πούλιτζερ μετά θάνατον. Η Fini ανατρέπει τα δεδομένα και με πολυδιάστατη αισθητική και μεθόδους μας τραβάει από τον γιακά σε έναν κόσμο, όπου αποδομεί την ποιήτρια και την καλλιτέχνιδα, την γυναίκα και τον κόσμο της, τα επαναδομεί και τα ισοπεδώνει ξανά και ξανά μπροστά μας, αναδεικνύοντας τη δύναμη και την ευαισθησία, το πάθος και την ορμή που είχαν και οι δύο γυναίκες -ποιήτρια και σύγχρονη δημιουργός που ταυτίζονται και έρχονται στην οθόνη να μιλήσουν σαν ένα. Μία πολύ ιντριγκαδόρικη κινηματογραφική βουτιά στο υποσυνείδητο, με δόσεις μπόλικης ψυχεδέλειας που ανατρέπει και μελετά τα κινήματα της τέχνης με διάφορους τρόπους που συναρπάζουν και καθηλώνουν. 
Στο καπάκι, η Λευκή ζάχαρη, (White Sugar), μία μικρού μήκους ταινία που αφορά την προπαγάνδα και την αφομοίωση της πληροφορίας, από το 1920, ενώ, παράλληλα, επιχειρεί την κριτική στη θέση της γυναίκας την εποχή των πρώτων διαφημίσεων. Ξεκινάει με την ύπνωση του κοινού και σε παρασέρνει σε ένα ταξίδι στο υποσυνείδητο με ήχους, χιόνια, εικόνες, επανάληψη και μοτίβα αισθητικά και περιεχομένου που αναγνωρίζουν κάτι παραπάνω από τα πρώτα επίπεδα αντίληψης του/της δέκτη/τριας. 
Και οι δύο ταινίες είναι πολύπτυχα κολάζ, μορφές τέχνης που διαπλέκονται και σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό, η μουσική συμβαδίζει με τους χτύπους της καρδιάς και τα πέπλα νοηματικών επιπέδων με τις ενδόμυχες σκέψεις. Τα επιπλέον λόγια περιττεύουν, αν την πετύχετε πουθενά, να της δώσετε μία ευκαιρία και το όνομα αυτής: Francesca Fini. 

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

Ray and Liz


2018 // Richard Billingham
Μία αυτοβιογραφική ιστορία για την οικογένεια του φωτογράφου Richard Billingham που ενέχει τόσο πραγματικές όσο και ακραία σκληρές εικόνες για τη φτώχια και την παρακμή της εργατικής τάξης και των κοινωνικά περιθωριακών στη Βρετανία. Μέσα από εξαιρετική φωτογραφία και κινηματογράφηση, ο Billingham και οι συνεργάτες/τριές του δείχνουν με απλό και ωραίο αισθητικά τρόπο το αποπνικτικό οικογενειακό περιβάλλον, τον αλκοολισμό του πατέρα, την παραίτηση και τη βία που ασκεί η μητέρα, την κακοποίηση από έναν κακό νοικάρη, την εγκατάλειψη και την παραμέληση ανηλίκων. 
Η ταινία χρειάστηκε έξι χρόνια γυρισμάτων, αλλά όπως είπε και η παραγωγός –Jackie Davis- δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Το σενάριο δεν είναι πλούσιο και αναλυτικό. Είναι περιεκτικό και καταδεικτικό και αντλήθηκε με το ζόρι. Ο Billingham επέλεξε να μιλήσει περισσότερο για τον μικρότερο αδερφό του και όχι τόσο για τον ίδιο. Οι γονείς του, παρότι αγαπούσαν τα ζώα και είχαν πολλά κατοικίδια, αλλά και οικονομικά επιδόματα, λόγω αναπηριών, δεν έκαναν τίποτα για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής της οικογένειας. Αντιθέτως, παραμελούσαν και τα δύο παιδιά σε καθημερινή βάση, αφήνοντάς τα εκτεθειμένα σε οποιονδήποτε κίνδυνο, με αποτέλεσμα η πρόνοια να ενδιαφερθεί, με μία τυχαία αφορμή, και να πάει τον αδερφό του σε θετή οικογένεια. Τα χρήματα δεν έφταναν, το διαμέρισμα της κυβέρνησης είναι σαν φυλακή-κονσέρβα,
Η αγριότητα των καταστάσεων τονώνεται ακόμα περισσότερο από τα θολά και αποχρωματισμένα χρώματα, την βαριά ατμόσφαιρα που είναι υγρή, μαύρη και σάπια, τη διάχυτη αθλιότητα των περιχώρων των εργατικών κατοικιών που υπενθυμίζουν το θατσερικό κλοιό και την εγκατάλειψη των εργατικών τάξεων και των φτωχών στη μοίρα τους. Μία ημερολογιακή σχεδόν κινηματογραφική καταγραφή που έχει ενδιαφέρον, όπως ένα ντοκιμαντέρ για την εργατική τάξη, για τη φτώχια επί Θάτσερ.  

Le couperet


2005// Costa-Gavras 
Τι κάνεις όταν είσαι μεγαλοαστός, με τη βίλα σου στα αντίστοιχα βόρεια προάστια της Γαλλίας, μία υπέροχη σύζυγο, παιδιά, σκύλο, εργαζόμενος επί δεκαπέντε χρόνια στην ίδια εταιρεία και αυτή αποφασίζει να σε απολύσει μαζί με άλλους εξακόσιους χιλιάδες εργαζόμενους, γιατί κάνει συγχωνεύσεις; Δεν κάνεις απεργία, δεν κάνεις διαμαρτυρία, δεν κάνεις επίθεση στην εταιρεία, αλλά το γυρνάς τελείως. Διεστραμμένος και διεφθαρμένος καθώς είσαι από το χρήμα,  βιώνοντας την απώλεια της ταυτότητάς σου ως μεγαλοέταιρος, με τον ταραγμένο και κλονισμένο ανδρισμό σου, αφού ένας άνδρας οικογενειάρχης που δεν μπορεί να φέρει χρήματα για να συντηρήσει τη σπιταρώνα, δεν είναι άνδρας, καταλήγεις στον φόνο. Στον φόνο των υποψηφίων και του εργαζόμενου στην ονειρική θέση για σένα. Θέλεις να τη διεκδικήσεις, αλλά δεν έχεις όσα προσόντα έχουν και οι άλλοι, άρα πατώντας επί πτωμάτων θα φτάσεις εκεί που θες. Κυριολεκτικά, ο σκοπός σου αγιάζει τα μέσα; Ή κάπως έτσι.
Ο Κώστας Γαβράς ασκεί κριτική στην αδηφάγα λογική των μεγαλοέταιρων σε πολυεθνικές που λειτουργούν απόλυτα καταστροφικά, με σκοπό να ανέβουν στις βαθμίδες, να διατηρούν παχυλούς μισθούς, για να μπορούν να επιδεικνύουν την εξουσία και το χρήμα τους, για να μπορούν να αποκτήσουν ταυτότητα μέσα από την ανέλιξή τους στην καπιταλιστική πυραμίδα. Ο πρωταγωνιστής βρίσκεται σε μεγάλη σύγχυση, η οποία τον οδηγεί παραδόξως, απευθείας στον φόνο που αποτελεί και την πιο άμεση λύση εξόντωσης των πιθανών αντίζηλών του που δεν είναι καν πραγματικοί υποψήφιοι για αυτή τη δουλειά. Απλώς, ο ίδιος καταστρώνει ένα σχέδιο, ώστε μέσα από αυτό υποθέτει ποιοι θα μπορούσαν να στείλουν βιογραφικά για την ονειρική δουλειά που επιθυμεί να διεκδικήσει στην πιο ανεπτυγμένη εταιρεία χαρτιού, εντοπίζει έναν-έναν αυτούς που πιστεύει ότι θα ήταν καλύτεροι από αυτόν και πολύ απλά τους σκοτώνει. Το τέρας ξυπνάει μέσα του, αλλά φαίνεται πως είναι απολύτως φυσιολογικό για τον συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου. Δηλαδή, είναι κάτι το οποίο οραματίζονται πολλοί μάλλον σε αντίστοιχες θέσεις και αυτός καταλήγει να το υλοποιήσει. Ο ήρωας βλέπει παντού διαφημίσεις με ημίγυμνες γυναίκες που συμβολίζουν την καταπατημένη επιθυμία του. Δεν μπορεί να έχει τίποτα  πια. Η γυναίκα του και τα παιδιά του προσπαθούν να τον βοηθήσουν, αλλά είναι φρικιαστικός και τους τρομάζει, τους απωθεί και  με την παράξενη συμπεριφορά του, φτάνουν να απορούν, αλλά όχι και τόσο, γιατί κάπως έτσι ήταν και πριν. Αλλά ακόμα και η οικογένεια περιμένει από αυτόν τον άνδρα να ανταποκριθεί ως ο πατέρας, ο στύλος της οικογένειας, που είναι πάντοτε ψύχραιμος και βρίσκει λύσεις. 
Στην ταινία αναδεικνύεται μέσα από το προσωπικό δράμα, ένας ευρύτερος προβληματισμός για την απληστία των εταιρειών, για την ανακύκλωση των ανθρώπων στον χώρο της εργασίας, για την έλλειψη αλληλεγγύης, για την υπαρξιακή σύγχυση των εργαζομένων, για τον καταναλωτισμό και τη διαφήμιση και για τον φαύλο κύκλο της επιτυχίας. Για να  φτάσεις στην απώτατη θέση που οραματίζεσαι στην πυραμίδα, πρέπει να θυσιάσεις, να σκοτώσεις, να εξοντώσεις, οποιονδήποτε υποθέτεις ότι θα μπορούσε να σε σαμποτάρει. Αλλά κι όταν φτάνεις εκεί που νόμιζες ότι ήθελες, πάλι υπάρχει μία αμφιβολία που εκκρεμεί και αναρωτιέσαι, αν αυτό, εν τέλει, ήταν και το επιθυμητό. 
Σημειώνω ότι αυτή η ταινία φτιάχτηκε για την κρίση πριν καν υπάρξει η κρίση. Ήταν σαν ο Γαβράς να προέβλεψε την επερχόμενη καταστροφή. 

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Suspiria



2018 // Luca Guadagnino,  David Kajganich

Θα τρελαθώ κατ’αρχήν με την Tilda Swinton. Πόσο φοβερή, πόσο καλή, πόσο σωστή και άψογη. Σαν αγαλμάτινη φιγούρα, που όσο μεγαλώνει ηλικιακά τόσο πιο πολύ επηρεάζει με την κινηματογραφική όψη και στάση της. Όπου και να τη δω μου αρέσει, αλλά εδώ δίνει ρέστα, για αυτό και αρχίζω την περιγραφή της ταινίας, αναφερόμενη σε αυτήν. Δεν γίνεται να είναι τόσο υπέροχη, μάλλον δεν είναι άνθρωπος, αλλιώς δεν εξηγείται. Στην ταινία ερμηνεύει τρεις διαφορετικούς ρόλους-Madame Blanc, Dr. Josef Klemperer, Helena Markos-και είναι αγνώριστη και αξεπέραστη. Την πληροφορία αυτή την άντλησα αφού είδα την ταινία και εξεπλάγην, παρότι η ερμηνεία της Swinton στον πιο προφανή ρόλο της –Madame Blanc-, με είχε σαγηνεύσει για μία ακόμα φορά. Κατά δεύτερον, για να μη λέμε μόνο θετικά, με αποπροσανατόλιζε από τα φοβερά και εξαιρετικά στημένα και αρθρωμένα δρώμενα της ταινίας, το soundtrack του Thom Yorke, αλλά οι απόψεις διίστανται –η φίλη μου θεώρησε ότι το soundtrack ήταν πάρα πολύ ωραίο και ταιριαστό με την ταινία. Εμένα με έβγαζε εκτός κλίματος κάποιες στιγμές, ενώ κάποιες άλλες ήταν απλώς ταιριαστό και όχι κάτι παραπάνω ή λιγότερο. 
Γενικά, έχω δει τη Suspiria του Dario Argento δύο φορές στην εφηβεία μου και με είχε κάνει να πωρωθώ άσχημα με το ιταλικό horror σινεμά του. Ακόμα και σήμερα θεωρώ ότι η ταινία εκείνη τότε μου είχε κλέψει κάτι από την καρδιά και δεν θα την αντικαταστήσει καμία άλλη Suspiria. Παρά ταύτα, πιστεύω πως και ο Guadagnino έκανε θαύματα με τη βοήθεια της διασκευής (Kajganich) του αρχικού σεναρίου. Τα παιδιά φτιάξανε μία άλλη ταινία, για να είμαστε ξεκάθαρα απέναντι σε αυτό που βλέπουμε, κάνοντας ωστόσο με σεβασμό και φροντίδα ένα υπόμνημα στην παλιά. Φοβερή κινηματογράφηση, υπέροχη φωτογραφία και χρώματα, κυριαρχεί το σκούρο μπλε, ενώ το κολασμένο κόκκινο σε λιγότερες φάσεις, οπότε μπράβο, Sayombhu Mukdeeprom –που έκανε φωτογραφία και στο Call me by your name και ήταν υποψήφιος και για πολλά βραβεία, όχι ότι έχει τρομερή σημασία, αλλά να έχουμε να λέμε. Νομίζω ότι η φωτογραφία και ο ήχος σε αυτή την ταινία είναι κυρίαρχα, παρότι έχει γίνει πάρα πολύ καλή δουλειά στο μακιγιάζ. Η ερμηνεία της Dakota Johnson είναι αρκετά ενδιαφέρουσα. 
Δεν έχω να πω πολλά, πρέπει να την ξαναδώ, γιατί στο σινεμά, μου διέφυγαν κάποιες λεπτομέρειες και ήταν λες και παρασύρθηκα σε μία τελετουργία, σαν αυτές στην ταινία, λες και βυθίστηκα σε αυτό το ονειρώδες χόρρορ που είναι τόσο γοητευτικά κατασκευασμένο και τόσο προσεκτικά δουλεμένο. Η ταινία είχε πολύ έντονα επιβλητικά  αισθητικά στοιχεία, κάτι που την κατατάσσει επάξια στην κατηγορία Art Horror. Ωστόσο, δεν είναι τόσο τρομακτική, είναι κυρίως συγκλονιστική. Όλα μου άρεσαν και όσο έβλεπα την ταινία, τόσο καταλάβαινα πόσο διαφορετική ήταν από την πρώτη και μοναδική Suspiria –κατά τη γνώμη μου- και πως αν είχε άλλο τίτλο, θα ήταν σαφέστερο το ότι αποτελεί ένα τελείως διαφορετικό έργο, ταυτόχρονα και μνεία στην συνεισφορά του Argento στον παγκόσμιο κινηματογράφο. 

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

On body and soul


2017 // Ildikó Enyedi 

«Είναι δυνατόν δύο άνθρωποι να συναντιούνται στα όνειρά τους;» 
Μία μεταφορά για το όνειρο και την πραγματικότητα, τα ζώα και τους ανθρώπους, τον έρωτα και τη σφαγή. Ξεκινάει με τη γνωριμία ενός αρσενικού με ένα θηλυκό ελάφι και παράλληλα με όλα τα άλλα μας δείχνει τη σχέση τους. Κατά την εξέλιξή της, η ταινία παρατηρεί δράσεις και πράξεις ανθρώπων, όσο και ζώων-όπως το τι κάνει μία μύγα. Κεντρικός χώρος της ταινίας είναι ένα πολύ καλά επιμελημένο σφαγείο αγελάδων. Βλέπουμε πολύ καθαρά, με ωμότητα και ευθύτητα την αποστασιοποίηση των ανθρώπων απέναντι στα ζώα, αλλά και απέναντι στον ίδιο τον άνθρωπο, μέσα από τις διαδικασίες σφαγής, κρεμάσματος, αφαίμαξης, κ.τ.λ.. των ζώων. Ο χώρος είναι ψυχρός, βάναυσος, αμετανόητος. Αν και τα πράγματα δεν είναι πάντοτε αυτό που φαίνονται, οι κοινωνικές ισορροπίες ανάμεσα στους υπαλλήλους είναι αναμενόμενες και συνηθισμένες. 

Διευθυντής οικονομικών της εταιρείας είναι ένας τύπος με ανάπηρο χέρι που δεν κατεβαίνει ποτέ στα κάτω μέρη, όπου γίνονται οι σφαγές και ασκεί την εξουσία του και την υπηρεσία του από τα πάνω. Μέχρι που στην εταιρεία προσλαμβάνεται μία αναπληρώτρια διευθύντρια ποιοτικού ελέγχου που του κινεί την προσοχή, γιατί φαίνεται να πάσχει από έντονο κοινωνικό άγχος. Εκείνος προσπαθεί να την προσεγγίσει, ενώ παράλληλα βλέπουμε σφαγές ζώων και τη ζωή των δύο ελαφιών, μα εκείνη τον απωθεί, όπως και όλους από γύρω της, αφού φαίνεται να έχει δυσκολία στην οποιαδήποτε κοινωνική επαφή και συνεύρεση, ενώ αργότερα φανερώνει ότι έχει και ασυνήθιστα δυνατή μνήμη. Ελέγχοντας τα σφαγμένα ζώα που γίνονται άψυχα κρέατα, τα βγάζει όλα δεύτερης διαλογής και οι εργάτριες της σφαγής απορούν. Οπότε, ο διευθυντής οικονομικών κατεβαίνει για να τη ρωτήσει γιατί το κάνει αυτό και να της κάνει παρατήρηση, αλλά όταν αυτή του λέει ότι απλώς υπακούει στον κανονισμό και τα κρέατα είναι ελάχιστα χιλιοστά από όσο πρέπει, εκείνος δεν έχει να της πει τίποτα. 
Με έναν παράξενο και μαγικό τρόπο, αυτοί οι δύο συνδέονται και συναντιούνται σε έναν ονειρικό φαντασιακό κόσμο που έρχεται σε κομβική σύγκρουση με την ωμή και  σκληρή πραγματικότητα. Δεν είμαι βέβαιη τι ακριβώς θέλει να δείξει η ταινία σε σημεία, πιστεύω πως η σκηνοθεσία, η φωτογραφία και ο συνδυασμός των δύο  υπερνίκησαν ένα ελλιπές σενάριο –εκτός αν συνέβη το αντίθετο. Πάντως, έχει ενδιαφέρον και είναι πρωτότυπη σαν ταινία και, ενώ θα τη χαρακτήριζα εύκολα  κάπως ιδιαίτερη, δεν θα έλεγα κατά τον ίδιο τρόπο, ότι το αποτέλεσμα με άφησε ικανοποιημένη και ολοκληρωμένη, αλλά ίσως αυτό να ήταν και η επιδίωξη των δημιουργών.  

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

Exit through the gift shop


2010 // Banksy

https://www.youtube.com/watch?v=GmugwrlnSWA

Όποιος/α αμφιβάλλει για την ευφυΐα του Banksy, τότε καλό θα ήταν να συνεχίσει να αμφιβάλλει. Αυτό μας λέει ο ίδιος ο καλλιτέχνης, γυρίζοντας αυτό το ντοκiμαντέρ. Ο ίδιος ο Banksy μιλάει ανώνυμα, με καλυμμένο πρόσωπο, μέσα στην ταινία και, μεταξύ άλλων πολύ ενδιαφερόντων και αξιοσημείωτων πραγμάτων, λέει πως δεν ήξερε πώς να κάνει ταινίες, αλλά βλέποντας τον Thierry Guetta, κατάλαβε ότι δεν χρειάζεται να ξέρεις και ότι δεν είναι και αυτό το κεντρικό ζήτημα.  Το ντοκιμαντέρ ξεκινάει να μας δείχνει τον Thierry Guetta, έναν Γάλλο μετανάστη στο Los Angeles, που από πωλητής second hand ρούχων, φανατικός καμεραμάν και οικογενειάρχης, ξεκίνησε κινηματογραφόντας τον Invader, ξάδερφό του και γνωστό street artist,  να κολλάει πλακάκια σε όλη την πόλη, σε τοίχους, στους δρόμους, παντού, εμπνευσμένα και κατασκευασμένα σύμφωνα με την αισθητική του Space Invaders.  
O Thierry ξεκινάει μία σχεδόν παρανοϊκή διαδρομή στους δρόμους και στα γκράφιτι και εξερευνάει τη ζωή των καλλιτεχνών και της τέχνης του δρόμου, τραβώντας διάφορους ζωγράφους και σχεδιαστές του δρόμου, όπως τον Shepard Fairey, ο οποίος συνδέει τον Thierry με τον Banksy. Οι δυο τελευταίοι αρχίζουν μία «συνεργασία», ο Thierry θέλει να γυρίσει τον Banksy εν δράσει, αλλά σιγά-σιγά ο Banksy του λέει να κάνει τέχνη και τον ωθεί προς αυτό, οπότε η κάμερα στρέφεται στον Thierry. Από εκεί που θα βλέπαμε ένα ντοκιμαντέρ για την τέχνη του δρόμου από έναν ανεξάρτητο πωρωμένο κινηματογραφιστή, βλέπουμε πώς ο Banksy ανατρέπει το θεαματικό κέντρο της ταινίας και το γυρίζει προς το ίδιο το θέαμα. Ο Thierry προσπαθεί να κτίσει ένα τεράστιο σόου, όπου δείχνει τους πίνακές του, που δεν τους παράγει ο ίδιος, καθώς πιστεύει ότι δουλειά του καλλιτέχνη είναι να απαιτεί την ιδέα, να περιγράφει πώς θα γίνει και να επιτελείται η ιδέα από κάποιον άλλον. Οργανώνει, λοιπόν, εργάτες και τους συγκεντρώνει για αυτόν τον σκοπό, ψάχνει παντού έμπνευση και φτιάχνει ένα μεγάλο πρότζεκτ που δεν έχει κανένα απολύτως νόημα, προσπαθώντας να κάνει την έκρηξη στον καλλιτεχνικό κόσμο. Η έκθεσή του παίρνει δύο αμφιλεγόμενες προ-κριτικές από τον Banksy και τον Shepard κι έτσι αποκτάει φήμη. Μεγάλο περιοδικό του Los Angeles, κάνει τον Mr Brainwash -όπως ο Thierry αυτοαποκαλείται πλέον-, φαινόμενο και όλοι ψυλλιάζονται, μαθαίνουν και ακούνε για αυτόν. Μέσα σε μία εβδομάδα, χιλιάδες κόσμος συρρέει να δει, αυτό που πριν δεν ήταν τίποτα και τώρα είναι κάτι σημαντικό.
Κάποιοι από τους επισκέπτες της έκθεσης δηλώνουν ότι δεν ξέρουν τι ήρθαν να δούνε, αλλά καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι κάτι σπουδαίο, επειδή παρουσιάστηκε και προμοταρίστηκε κατ’αυτόν τον τρόπο, επειδή φτιάχτηκε με πολλά χρήματα και δόθηκε ως το καινούργιο, το μεταμοντέρνο, το εναλλακτικό. Και κάπως έτσι φτιάχνεται η ιστορία της τέχνης. Μέσα από το σύνθετο και πολύπλευρο πρίσμα του, ο Banksy με ένα απλό τεχνικά ντοκιμαντέρ, μας δείχνει πόσο εύκολα καλλιεργείται η εικόνα και η λατρεία προς αυτήν, πώς από το τίποτα, μπορείς να κάνεις τα πάντα και πώς η τέχνη είναι κάτι που μπορούν να κάνουν όλοι/ες. Παρά ταύτα, φροντίζει να καταλήξει πως μπορεί και να πρόκειται για ένα μεγάλο αστείο, την ίδια στιγμή, από το οποίο ξεγελιούνται οι περισσότεροι/ες. Με παρόμοια λογική, ο εκπρόσωπος τύπου του Banksy, Steve Lazaridis, δηλώνει περίπου πως όλη η κατασκευή του οικοδομήματος που λέμε τέχνη, αυτό το πράγμα είναι ένα αστείο, αλλά δεν ξέρει ποιο είναι το αστείο και αφού το σκεφτεί λίγο, ίσως και να μην υπάρχει κάποιο αστείο: "I think the joke is on...I don't know who the joke is on, really. I don't even know if there is a joke.".
Έτσι, γίνεται κατανοητό, αυτό που θεωρείται δεδομένο, δηλαδή το ότι η δημοσιότητα αποτελεί το γέμισμα μιας τεράστιας φούσκας με κενό αέρα, αλλά μπορεί να καθορίσει την άποψη και την οπτική του κόσμου και να κάνει τα πράγματα να φαίνονται πολύ διαφορετικά από αυτό που είναι. Βέβαια, δεν ξέρουμε ακριβώς πώς είναι, αφού πάντα παρεμβάλλεται το φίλτρο της δημοσιότητας, έτσι ώστε να φτάνουμε στο σημείο να έχουμε χάσει το πρωταρχικό (αν νοείται αυτό). Το ντοκιμαντέρ χαρακτηρίζεται από την ειρωνεία και το «κλείσιμο του ματιού» του Banksy απέναντι σε αυτούς/ες που έχουν να πούνε οτιδήποτε (θετικό ή αρνητικό) για αυτόν και τη δημοσιότητα που έχει λάβει, ως πολιτικός street artist. Είναι σαν να αποδέχεται ότι αποτελεί ένα φετιχιστικό προϊόν προς κατανάλωση, στο πλαίσιο της βιομηχανίας της τέχνης, εντούτοις, εφόσον αυτός παραμένει στην ανωνυμία, δεν ευθύνεται για αυτό που συμβαίνει και ασκεί κριτική ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό. Εφόσον ένας άγνωστος, ο Thierry ή αλλιώς Mr. Brainwash, όπως θέλει πια να λέγεται, γίνεται καλλιτέχνης από τη μία μέρα στην άλλη, κυριολεκτικά, επειδή το αποφάσισε, έτσι και ο καθένας μπορεί. Αυτός είναι και ο βασικός τρόπος αντιμετώπισης του πράγματος αυτού καθαυτού, δηλαδή, το κοινό που πήγε να δει αυτή την έκθεση, το κοινό που πάει να δει κάθε έκθεση, ανοίγει το στόμα έκπληκτο. Αν ξέρει ότι το γκράφιτι έχει γίνει από τον Banksy, θα το προσέξει, αν το δει σε έναν χώρο τέχνης θα το προσέξει, αν δεν το ξέρει, πιθανότατα, δεν θα του δώσει σημασία. Χάρη στις κυριαρχικές λειτουργίες του θεάματος, της διαφήμισης και του κέρδους των εμπόρων και των συλλεκτών και των επενδυτών τέχνης, η προπαγάνδα, η χειραγώγηση, ο ετεροκαθορισμός και η εξάρτηση της τέχνης είναι δεδομένα και τόσο καλά ενσωματωμένα, που φαίνεται σαν να μην ξεχωρίζουν πλέον. 
Ο Thierry έκανε εκατομμύρια, τελικά, με τα έργα του, αποδεικνύοντας πως κάποιος/α μπορεί να γίνει διάσημος από τη μία μέρα στην άλλη, χωρίς αυτό να έχει καμία επιπλέον αξία (πέρα από την οικονομική). Ο Thierry φαίνεται σαν να μετατράπηκε ο ίδιος σε ένα καλλιτεχνικό παραγωγικό εμπόρευμα. Ενώ ο Banksy ειρωνικά γράφει στους τίτλους τέλους ότι δεν πρόκειται να βοηθήσει κανέναν να κάνει ντοκιμαντέρ για την τέχνη του δρόμου, γιατί μας αποδεικνύει περίτρανα, αυτό που λέει και ο Thierry, όταν καταλήγει να κάνει ο ίδιος «τέχνη»: «Αρχίζεις και βυθίζεσαι και στριφογυρίζεις και βουλιάζεις και εθίζεσαι σε αυτό». Μάλλον, ο Banksy είναι ο σημαντικότερος κριτικός καλλιτέχνης της εποχής, σύμφωνα με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά αν υπολογίσουμε τι μας λέει ο ίδιος, τότε οφείλουμε να αμφιβάλουμε για αυτό και δεν ξέρουμε αν είναι όλα μία μεγάλη φούσκα, την οποία ο ίδιος συνεχίζει να φουσκώνει, γύρω από τον street artist περσονο-εαυτό του. 

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Maniac

2018 // Cary Joji Fukunaga, Patrick Somerville 


Μία δυστοπική σειρά για το υποσυνείδητο, για την πνευματική ανισορροπία, τη σχιζοφρένεια, την οικογένεια, το πένθος και την απώλεια, για τα λάθη, για τα πάθη και τη φιλία. Αισθητική βίντατζ, ρέτρο-φουτουριστική, πολύ καλοφτιαγμένη. Εξαιρετικός ο Jonah Hill(Owen), ως σχιζοφρενής, έκπτωτος γόνος πλούσιας οικογένειας. Φανταστική η Emma Stone(Annie), ως ναρκομανής που έχασε την αδελφή της και προσπαθεί να διαχειριστεί τον άδοξο θάνατο και τις ενοχές που της προκάλεσε. Οι δύο, Annie και Owen, γνωρίζονται όταν αποφασίζουν να συμμετάσχουν σε μία επί πληρωμή δοκιμασία τριών χαπιών που υπόσχονται να απαλύνουν τον πόνο σε τρία στάδια. Δεν έχουν καμία διάθεση να αλλάξουν τις ζωές τους, αλλά είναι τόσο παραιτημένοι που ωθούνται στον πάτο της φαρμακευτικής που θέλει να τους κάνει πειραματόζωα με σκοπό την επίτευξη της ανθρώπινης ευτυχίας και του καπιταλιστικού κέρδους. Το αφεντικό της εταιρείας είναι μία οθόνη με παράσιτα ή κάποιος μέσα στην οθόνη που δεν φαίνεται ποτέ και είναι μόνιμα στα ανώτατα κλιμάκια, δίχως να εμφανίζεται στα πρότζεκτς που συμβαίνουν στους υπόλοιπους ορόφους (ούτε εμείς γνωρίζουμε, ως θεατές, τι ακριβώς γίνεται). 
Η Γκέρτι, μία τεχνητή νοημοσύνη επιβλέπει και ελέγχει τη διαδικασία βύθισης των υποκειμένων που υπόκεινται στο πείραμα, μέχρι που πεθαίνει ο επιβλέπων επιστήμονας και η Γκέρτι βυθίζεται σε πένθος. Θυμίζει πολύ έντονα την τεχνητή νοημοσύνη της Οδύσσειας του Διαστήματος, αφού μπορεί και αισθάνεται ξεκάθαρα, διατυπώνει συναισθήματα και σκέψεις της. Θλίψη και πόνος την καταλαμβάνουν, οπότε βλέπουμε την επίδρασή της στην ονειρική δράση των ηρώων. Εμφανίζεται ο γιατρός που επινόησε την Γκέρτι (Dr Mantleray) και όλα αλλάζουν και ανατρέπονται, ξεδιπλώνοντας μία φουτουριστική πρόσληψη του οιδιπόδειου συμπλέγματος, από τους δημιουργούς της σειράς. 
Η σχέση της σειράς με την ψυχαναλυτική εμπειρία ξεδιπλώνεται μέσα από τα τρία στάδια/τρία χάπια που ταξιδεύουν το κεντρικό ζευγάρι σε διαφορετικές εποχές, όπου και συναντιούνται και προσπαθούν να διασώσουν ο ένας την άλλη και αντίστοιχα, ενώ βουτάνε στα λιμνάζοντα προβλήματα και στις δικλείδες των μυαλών τους. Φοβερή ανάλυση με μαύρο χιούμορ και ενδιαφέροντα σημεία που ωστόσο δεν οδηγεί και σε κομβικά συμπεράσματα, αλλά έχει μία νότα ευχάριστη και ωραία που σε κρατάει μέχρι και την τελευταία σκηνή. Μετά τους τίτλους τέλους του τελευταίου επεισοδίου, βλέπουμε και την ανατροπή των συμβάσεων, με την κινηματογράφηση εκτός δράσης.  
Ο υπέροχος φουτουριστικός κόσμος της σειράς είναι φτιαγμένος από παράξενους χαρακτήρες που καπνίζουν μανιωδώς βιομηχανικά τσιγάρα, γλάστρες με φυτά, παλ χρώματα, τρελογιατρούς που πάσχουν από νευρώσεις και ψυχώσεις, ονειρικές αναδρομές σε φανταστικούς κόσμους των δύο κεντρικών χαρακτήρων, υπερρεαλιστικό σενάριο, με περίεργους χρόνους, στοιχεία και προεκτάσεις. Παρουσιάζεται επίσης η δυνατότητα να προσλάβεις proxy-friend, έναν υποκριτικό επαγγελματία φίλο ή ad-buddies, φίλους που σε συνοδεύουν παντού και σου κάνουν μία προσωπική παρουσίαση διαφημίσεων. Οι δημιουργοί με ευφυή τρόπο -όχι πάντα επιτυχημένο- αποφασίζουν τολμηρά να εμπλέξουν τα είδη ταινιών, κάτι το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί αναφορά στη σύγχρονη μανιώδη πυρπόληση με επεισόδια από σειρές, ταινίες κ.τ.λ.. Ενδιαφέρον ίσως έχει η κάπως συμβολική και ελαφρώς μπερδεμένη ανάλυση των ψυχολογικών διαταραχών. Τέλος, η ατμόσφαιρα της σειράς είναι ευχάριστη και ωραία, σε κάθε περίπτωση, με έναν ποπ-βίντατζ-φουτουριστίκ τρόπο. 

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

The Deuce


Είναι γεγονός ότι το τιτανομέγιστο δίκτυο της HBO αναλαμβάνει καλές παραγωγές και ότι ο David Simon (The Wire) ξέρει πολύ καλά να γράφει σειρές για περιθωριακά στοιχεία, χαρακτήρες, ενδοκοινωνικές μεταβολές και underground καταστάσεις. Εδώ συνεργάζεται με τον George Pelekanos και βλέπουμε ότι η γραφή τους πάσχει λιγάκι από την έλλειψη της γυναικείας οπτικής. Την κινηματογράφηση κάνουν οι  Pepe Avila del Pino, Vanja Cernjul, Yaron Orbach.
Το Deuce είναι, ενδεικτικά, μία ακραία επιτυχής σειρά, γιατί καταφέρνει να δείξει την ιστορική εξέλιξη της βιομηχανίας του κινηματογράφου πορνό, την περίοδο ’70-’80, στη Νέα Υόρκη. Μιλάμε, δηλαδή, ακόμα για την περίοδο που δεν υπήρχε καν σαν ιδέα, λιγάκι για το πώς επινοήθηκε, αρκετά για το πώς αναπτύχθηκε και, τελικά, νομιμοποιήθηκε. Κατέληξε να είναι σήμερα μία από τις πιο πλουσιοπάροχες βιομηχανίες στον κόσμο, αφού εμπνέεται, δημιουργείται, εκμεταλλεύεται, χρησιμοποιεί, βασίζεται και προδιαγράφει, εν τέλει, την καύλα των ανθρώπων, κυρίως (μάλλον, δυστυχώς) των ανδρών. Μέσω έμμεσων, σημαντικών αναφορών βλέπουμε στη σειρά διάφορα ιστορικά, πολιτικά γεγονότα από διάφορες οπτικές, ανάλογα με τους ήρωες/τις ηρωίδες που τα αναλύουν ή τα συζητούν, σύμφωνα με το σενάριο. Παρατηρούμε υπονοούμενα και νοούμενα για τη διαφθορά και την παρακμιακή συμπεριφορά των αστυνομικών, για τη βία και τα παράνομα ναρκωτικά, αλλά και «νόμιμα» εγκλήματα που γίνονταν καθημερινά και συγκαλύπτονταν στις αμερικάνικες γειτονιές-γκέτο.  
Πρωταγωνιστεί η Maggie Gyllenhaal που παίζει άψογα τον ρόλο της πόρνης που, σε αντίθεση με τις συναδέρφισσές της, και από επιλογή, δεν έχει νταβατζή –με όποια δυσκολία να συνακολουθεί, φυσικά. Η Κάντι, ο ρόλος που παίζει όταν μεταμφιέζεται σε πόρνη, βάζοντας περούκες, έχει ένα μυστήριο παρελθόν. Είναι μητέρα ενός παιδιού, το οποίο μεγαλώνει η μητέρα της κάπου στα προάστια. Η ίδια φέρει αρκετά ψυχολογικά τραύματα από την οικογένειά της, όπως και οι περισσότερες πόρνες. Στο παρόν, ως Αϊλίν, έχει ένα μικρό στούντιο-δωμάτιο, το οποίο δεν μπορεί να αγοράσει, γιατί δεν έχει νόμιμες αποδοχές που μπορεί να δικαιολογήσει στην τράπεζα, ώστε να γίνει δεκτό το δάνειό της. Συνεχώς κάνει αυτοκριτικές σκέψεις και προβληματίζεται για τη θέση και το ρόλο της, είναι βασική χαρακτήρας, παίζει εξαιρετικά, αποτυπώνει τα συναισθήματα της, χωρίς να μιλάει, σε πάρα πολλές σκηνές. Απλώς φοβερή και απολαυστική, κάποιες φορές προκαλεί μία στενοχώρια και μία θλίψη, άλλες σε κάνει να ελπίζεις ότι υπάρχει σωτηρία σε αυτόν τον καλοστημένο, προκλητικό, γοητευτικό, αισθησιακό βάλτο. Η Αϊλίν θέλει να ανεξαρτητοποιηθεί από τον χώρο που την έχει κατακλύσει και προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να επικρατεί, οπότε βλέπουμε την περιπέτεια που ζει και τις δυσκολίες που συναντάει κατά τη διάρκεια του αγώνα της να ξεφύγει από την πορνεία. 
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο ρόλος της Margarita Levieva, που παίζει μία δυναμική και ανεξάρτητη νεαρή γυναίκα, που προσπαθεί να επαναστατήσει ενάντια στο κατεστημένο μέλλον της και τις επιθυμίες της οικογένειάς της και να «γνωρίσει» τη ζωή διαφορετικά, για αυτό και καταφεύγει στο μπαρ, όπου -αποτυχημένα, κατά τη γνώμη μας- την πέφτει στον barman (James Franco), που είναι σαπίλας, όμως καλοπροαίρετος (να είχαμε να λέγαμε), όχι όπως ο δίδυμος αδερφός του και καταλήγει με αυτόν σε ανοιχτή σχέση μαζί του, ενώ, παράλληλα, προσπαθεί να δώσει μία ηθικοφιλοσοφική διάσταση στα πράγματα που βλέπει και βιώνει, καθώς είναι στερεοτυπική φοιτήτρια φιλοσοφικής. Καταλήγει να καταλαβαίνει ότι οι πόρνες δεν είναι όλες καταπιεσμένες, αλλά έχουν κάνει και κάποιες επιλογές, ως άνθρωποι και δεν περιμένουν αυτή να τις σώσει. 
Η σειρά έχει απόλυτη ατμόσφαιρα και στυλ, είναι πολύ ωραία αισθητικά. Έχει γίνει φοβερή δουλειά στο ενδυματολογικό και σκηνογραφικό κομμάτι. Κλισέ και δεν μου αρέσει καθόλου ο τρόπος με τον οποίο ακούγεται, ωστόσο οι γυναίκες κλέβουν την παράσταση, είναι όλες απίστευτες περσόνες. Ενώ από την άλλη, ο James Franco παίζει διπλό ρόλο –τον εαυτό του και τον δίδυμο αδερφό του, που είναι άσπρος (καλός) και μαύρος (κακός),  με κάποιες ενδιάμεσες αποχρώσεις-, αλλά δεν είναι καθόλου πετυχημένος –και κατά τη γνώμη μου ούτε χρήσιμος για το σενάριο– , αφού ο ένας του ρόλος μονάχα είναι βασικός και καλοφτιαγμένος –του Vincent, του μπάρμαν στο Deuce, που αποδέχεται τη συνεργασία με τον Ιταλό αρχιμαφιόζο και αρχίζει γρήγορα και σταθερά να βγάζει λεφτά και να στήνει επιχειρήσεις από εδώ κι από εκεί. Ο αρχιμαφιόζος είναι Ιταλός και θυμίζει πολύ ήρωα από Νονό, μέχρι και Sopranos, χωρίς να ξεφεύγει από τις στερεοτυπικές αναπαραστάσεις, εντούτοις έχει κάποιο ενδιαφέρον τις λίγες φορές που εμφανίζεται. Σε αντίθεση με όσους τον περιβάλλουν που είναι σχεδόν αδιάφοροι. 
Επίσης, γίνεται φανερή εστίαση στον πρώτο κύκλο στους νταβατζήδες που είναι κατά κύριο λόγο βίαιοι, μαύροι, αμόρφωτοι, μπρουταλοειδείς και τερατώδεις ηλίθιοι, ενώ πιο ενδιαφέρουσες είναι οι ζωές των γυναικών της σειράς που, για να φτάσουν να γίνουν αυτό που είναι, υπονοείται ότι έχουν φοβερά κρίσιμα υπόβαθρα, που πολύ συχνά δεν αναλύονται (με σκοπό να αναλυθούν σε μελλοντικά επεισόδια;).  
Στη δεύτερη σαιζόν, από την αισθησιακή φανκ μουσική των μαύρων, γίνεται μία μετάβαση στο πρώιμο πανκ και στην άνθιση του φεμινισμού –δεύτερου κύματος. Η δεύτερη σαιζόν μου άρεσε πολύ πιο πολύ από την πρώτη, γιατί επιτέλους βλέπουμε τις γυναίκες, όπως κι αν είναι, αλλά από τις δικές τους οπτικές. Γίνεται περισσότερη εστίαση σε αυτές και εμφανίζεται στη σειρά ο κλάσικ στερεοτυπικός ομοφυλόφιλος χαρακτήρας ενός μπάρμαν, οπότε βλέπουμε και την προκατάληψη και την επίθεση απέναντι στους lgbtqi - που πολύ δυστυχώς, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει αλλάξει δραματικά.  
Η σειρά είναι σαν ευκολόπιοτο σίριαλ, πάντως, καθώς ασχολείται επιφανειακά με κάποια ζητήματα που είναι μάλλον πολύ κρίσιμα, φαίνεται σαν να θέλει να κεντρίσει το κοινό, αλλά όχι πάρα πολύ, οπότε πετάει γυμνό στον λαό και ανάμεσα μία ιδέα που ίσως και να χάνεται.

Βλ. περισσότερα και κατατοπιστικότερα: https://bust.com/tv/193748-the-deuce-reality.html

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

American Animals

2018 // Bart Layton 

Το American Animals είναι μία παραγωγή που βασίζεται σε αληθινή ιστορία, όπως φροντίζει να μας ξεκαθαρίσει από την αρχή και έχει πάρει τον τίτλο του από το ομώνυμο άλμπουμ του Johnny Thunder: https://www.youtube.com/watch?v=SJ_wzLVhJSs. Γενικά, το σάουντρακ εκπληκτικό. Και είναι γεγονός ότι η κινηματογράφηση θα μπορούσε να είχε πάει θεσπέσια, αν ακολουθούσε τους ρυθμούς των κομματιών που παίζουν από πίσω. 
Η ταινία ξεκινάει με τις μαρτυρίες ανθρώπων και γονέων για τα παιδιά τους και δείχνει πόσο συγκρούονται οι προσδοκίες τους με την εξέλιξη των παιδιών. Είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι γονείς περιμένουν τα παιδιά να γίνουν «καλοί» πολίτες, να έχουν επαγγέλματα τυπικά, από γιατρός ή δικηγόρος, έως υπάλληλος γραφείου ή βοηθός σε άλλα επαγγέλματα και να ακολουθήσουν μία πορεία κανονικότητας, σύμφωνα με την κοινωνία στην οποία ζούνε. Η ιστορία της ταινίας εκτυλίσσεται παράλληλα με μαρτυρίες από τους ανθρώπους που έζησαν στην πραγματικότητα ό,τι περίπου βλέπουμε. Είναι, δηλαδή, μισή ταινία και μισή ντοκιμαντέρ, ένας ενδιαφέρον τρόπος γυρίσματος, γενικά, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση λίγο κουραστικός. Οι παρενθέσεις που γίνονται δημιουργούν κοιλιά στην εξέλιξη της πλοκής που δεν αναπτύσσεται, όπως προμηνύεται ότι θα αναπτυχθεί στην αρχή. 

Πρωταγωνιστής, ένας εκ των τεσσάρων είναι ένας νεαρός φοιτητής καλών τεχνών που είναι περιθωριοποιημένος και δεν έχει φίλους. Η κακοποίηση και η περιθωριοποίηση του άνδρα καλλιτέχνη  που ήταν διαφορετικός και πιο ευαίσθητος από τους άλλους, φαίνεται ξεκάθαρα στη σκηνή του πάρτι της αμερικάνικης αδελφότητας, όπου οι συνομήλικοί του τον κοροϊδεύουν και τον αναγκάζουν να κάνει πράγματα για να τον ταπεινώσουν και να γελάσουν εις βάρος του. Πίσω από τον ηθοποιό, βλέπουμε τον πραγματικό Spencer, που εκφράζει την ανάγκη που είχε να ξεπεράσει την απλή ικανότητα της ζωγραφικής και να φτάσει στο επίπεδο του πόνου. Δηλώνει ότι αναζητούσε μία ευκαιρία/εμπειρία αλλαγής ζωής σε εκείνη την ηλικία.  Κι έτσι, καλεί τον Warren, έναν κάπως παράξενο σποραδικό φίλο του που είχε προβληματική οικογένεια, με γονείς προς διαζύγιο, να κλέψουν ένα πανάκριβο βιβλίο με πίνακες φλαμίνγκο από τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου. 

Οι δύο τους αρχίζουν και οργανώνουν το σχέδιό τους, αλλά συνειδητοποιούν στην πορεία ότι αναζητούν απλώς μία διέξοδο από την άσχημη και δυσχερή καθημερινότητά τους. Εντοπίζουν άλλους δύο συνεργάτες, ο ένας είναι απόλυτα διανοούμενος, αλλά μοναχικός και ο άλλος ένας πολύ καλογυμνασμένος, αλλά οξύθυμος τύπος και προβαίνουν στην επιτέλεση του σχεδίου τους. Οι πραγματικοί χαρακτήρες που προβάλλονται παράλληλα και μιλάνε για το τι συνέβη στην πραγματικότητα, δίνουν κάποιο ενδιαφέρον σε αυτό που βλέπουμε. 


Η ταινία δεν είναι κάτι σπουδαίο. Ενώ ξεκινάει με ενδιαφέρουσα κοινωνική κριτική και ανάλυση των χαρακτήρων, καταλήγει σε έναν περιττό διδακτισμό και δείχνει τους πραγματικούς ανθρώπους, να αντιλαμβάνονται τις καλές και τις κακές τους πράξεις μέσω ενοχών και φόβων. Ενώ την ίδια στιγμή, καθ'όλη τη διάρκεια της εκτύλιξης των γεγονότων, βλέπουμε μαρτυρίες συγγενών, καθηγητών, φίλων, γνωστών που δεν προσδιορίζονται οι σχέσεις τους με τους τέσσερις πρωταγωνιστές. Ωστόσο, οι μάρτυρες αναφέρονται στους τελευταίους και λένε πόσο καλά παιδιά ήταν και πόσο δεν φαντάζονταν ότι θα προέβαιναν σε μία ληστεία ή θα κάνανε κακό σε κάποιον. Λίγο υπερβολικά τα σχόλιά τους. 

Έχει κάποιο ενδιαφέρον, τρομερά ωραίες μουσικές και κάποτε καλή σκηνοθεσία. Αν θέλετε να δείτε μια ταινία για ανθρώπους που παρανόμησαν, χωρίς να έχουν κακές προθέσεις και επειδή αναγκάστηκαν, ώστε να ξεφύγουν από την άθλια πραγματικότητα που ζούσανε, εσωτερικά και εξωτερικά, τότε το American Animals, είναι μία καλή επιλογή.