Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Steel Magnolias


1989 // Herbert Ross (dir.), Robert Harling (scr.,sc.)

Δεν μπορείς να μην δεν κάνεις θαύματα όταν έχεις αυτό το casting: Shirley MacLaine, Sally Field, Dolly Parton, Julia Roberts, Olympia Dukakis, Daryl Hannah. Ένα μεγάλο μπράβο σε αυτές και στον Hank McCann που τις επέλεξε (ή τον επέλεξαν, δεν ξέρω). Το Steel Magnolias, έχει ένα από αυτά τα σενάρια που είναι φτιαγμένα για να σε κάνουν κάποια στιγμή να συνδεθείς τόσο πολύ, θες δεν θες, ώστε να αναγκαστείς με το ζόρι να κλάψεις και να παρακαλάς να σου φέρουν κρεμμύδια για να το δικαιολογήσεις. Αλλά οι ηθοποιάρες παραπάνω δίνουν ρέστα, είναι απίστευτες και σου λένε με τα βλέμματά τους και την υποκριτική τους ικανότητα χίλια δύο παραπάνω πράγματα. 
Το Steel Magnolias για μένα είναι μία ταινία που αντικατοπτρίζει τη δυνατότητα συναισθηματικής και εσωτερικής επικοινωνίας των γυναικών. Μπορεί να προφασίζεται ότι αυτές οι γυναίκες θέλουν να είναι όμορφες, καθώς κεντρικός χώρος συνάντησης στην επαρχιακή κωμόπολη της Αμερικής που ζούνε, είναι το beauty shop της μίας. Μπορεί να κουτσομπολεύουν και να μιλάνε φαινομενικά για άνδρες που τις απογοητεύουν ή τις γοητεύουν, αλλά αυτό είναι το πάνω-πάνω κείμενο. Μιλάνε για πολλά ζητήματα μαζί την ώρα που φτιάχνουν τα μαλλιά τους ή τα νύχια τους. Είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένες με μία μοίρα που καλούνται να διαχειριστούν, να διεκδικήσουν, να αλλάξουν, να προσαρμόσουν, να αρνηθούν, κάνοντας μία φιλοσοφική υπαρξιακή εσωτερική διάδραση με τις υπόλοιπες. Πλούσιες ή φτωχές, άθεες ή θρήσκες, παντρεμένες ή χωρισμένες, νέες ή μεσήλικες, δεν έχει σημασία. Αποφασίζουν μαζί να υποστηρίξουν η μία την άλλη και αντιμετωπίζουν κάθε ζήτημα σαν να είναι ζωής ή θανάτου, φυσικά υποστηρίζοντας το αμερικάνικο όνειρο πάλαι πότε και μία ουτοπική αμερικάνικη ετεροκανονική ευτυχία, αλλά πέρα από αυτό είναι η μία για την άλλη, πράγμα που είναι και το πιο σημαντικό και σπουδαίο.  
Στο βάθος της η ταινία έχει να μιλήσει για δυαδικές και πολυπρόσωπες σχέσεις γυναικών που επικοινωνούν σαν να είναι μία, ταυτίζονται και βιώνουν τα πάθη, την αγάπη, τον έρωτα, τη θλίψη, τη μελαγχολία, τη στενοχώρια, το άγχος, το πένθος και πολλές άλλες συνιστώσες αυτών. Είτε το ζει η μία είτε η άλλη είναι όλες μαζί και αυτό είναι το υπέροχο (ίσως και μη ρεαλιστικό). Οι διάλογοι είναι πολύ καλογραμμένοι και απαρτίζονται από παραπάνω επίπεδα. Αγαπημένο σημείο η ανακοίνωση της κόρης στη μητέρα ότι είναι έγκυος και η συμπεριφορά και η αντίδραση της μητέρας από εκεί και πέρα. Φοβερή η ανάπτυξη και η εκτύλιξη των συμπεριφορών από εκεί και πέρα. 
Συνοπτικά, είναι μία πολύ γλυκιά, συγκινητική και όμορφη ταινία που βασίζεται στο αντίστοιχο θεατρικό έργο και καταφέρνει να αποδώσει μία πληθώρα πολύπλοκων στιγμών και σχέσεων. 

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

Red Hulk


2013 // Asimina Proedrou

Το λινκ για να δείτε την ταινία: https://vimeo.com/140791907. 

Η πρώτη απόπειρα της Asimina Proedrou είναι πολύ ολοκληρωμένη και εύστοχη. Σεναριακά, διαλογικά και σκηνοθετικά με ωραία αναφορά στο Taxi Driver, στη σκηνή που ο πρωταγωνιστής κοπανάει έναν σάκο του μποξ για να σκεφτεί τι θα κάνει, όταν μπαίνει στο βασικό δίλημμα. Ο Κόκκινος Χαλκ είναι μία πάρα πολύ καλή ανάλυση του ρατσισμού, του κοινωνικού αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης. Όλος ο χώρος και ο χρόνος της ταινίας δίνονται με πολύ πετυχημένο τρόπο. Το σενάριο είναι εντελώς ρεαλιστικό και έγκυρο, τα γεγονότα επίκαιρα και σκοτεινά, η πλοκή ενδιαφέρουσα, το τέλος ένα φαινομενικά βαρύ εκκρεμές που προβληματίζει και διαλύει το κοινό. 
Ξεκινάει δυναμικά, τελειώνει με υπόνοιες. 
Ο πρωταγωνιστής αναζητάει τον εαυτό του, αισθανόμενος ακραίο μίσος, το οποίο του έχει φυτέψει ο κοινωνικός του περίγυρος (οικογένεια, εργασιακό περιβάλλον, "φίλοι"-συνοπαδοί κ.τ.λ.) και φροντίζει να καλλιεργήσει με διάφορους τρόπους ο ίδιος. Είναι τερατώδεις οι συμπεριφορές των ανθρώπων που τον περιβάλλουν, αλλά σιγά-σιγά αλλοτριώνεται (με όλο αυτό που κουβαλάει) και γίνεται και ο ίδιος τέρας. Όχι, γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Του δίνεται η ευκαιρία να επιλέξει, αλλά σαφέστατα κλίνει προς τα εκεί που είναι το μίσος, το κακό, το μη σκέπτεσθαι. Έχει κάνει κάτι κακό και αντί να προσπαθήσει να το σταματήσει, φοβάται, αγχώνεται, στενοχωριέται, θυμώνει και επιλέγει να το εντείνει και να το συνεχίσει, γιατί είναι ο κανένας, δεν έχει κάποιο νόημα στη ζωή του, κάποιον στόχο, αισθάνεται ένα τίποτα και όλα γύρω του είναι τρομακτικά άσχημα και έτσι τον κάνουν να αισθάνεται. Υπάρχει μία ρωγμή αμφιβολίας ότι ίσως και να μην είναι τέρας τελικά, γιατί δεν μαχαιρώνει τον μετανάστη. Γιατί έχει δεύτερες σκέψεις και ενδεχομένως, κάποιες τύψεις (όχι ξεκάθαρα αυτό που έκανε, αλλά για να μην τον πιάσουν μάλλον). Γιατί γυρνάει στην οικογένεια που δεν είναι καθόλου σωστή και καλή, αλλά σκατένια και τον φτύνει. Γιατί κοιτάει τους άλλους ζητώντας απάντηση, κανείς δεν του δίνει, τον διώχνουν από τον οπαδικό σύνδεσμο. Γιατί αγοράζει αρκουδάκι δώρο για την κόρη του συναδέλφου του που τον προσκάλεσε σπίτι του για φαγητό, αλλά δεν πηγαίνει και δεν δίνει ποτέ το δώρο. Γιατί έχει σκατά αφεντικό στη δουλειά και δεν βγάζει κουβέντα (όχι). Είναι ένα συνοθύλευμα καταστάσεων και γεγονότων που τον σπρώχνουν προς τα εκεί που έχει επιλέξει να πάει, επειδή θέλει να ανήκει κάπου και να επιβιώσει καταστρέφοντας τους άλλους και κάνοντας αποτρόπαιες πράξεις, προκειμένου να νιώσει σιγουριά και αυτοπεποίθηση και ότι έχει κάποιον στόχο στη μάταιη ζωή του.  
Δεν έχω κάτι άλλο να συμπληρώσω. Αυτή η ταινία πρέπει να γίνει γνωστή. 

Bohemian Rhapsody


2018 // Brian Singer (Dir.), Anthony McCarten, Peter Morgan(Screenplay and Story)

Δεν γίνεται να μη δείτε αυτή την ταινία. Έπειτα, οτιδήποτε έχει Queen σάουντρακ, ακόμα κι αν είναι διαφήμιση ή οτιδήποτε οτιδήποτε, ανεβαίνει επίπεδα μεγαλειότητας, γιατί πρόκειται απλώς για μία μεγαλειώδη μπάντα. Τα παιδιά που αναφέρονται παραπάνω έκαναν το καλύτερο δυνατό στο να χτίσουν μία αναπαράσταση του μύθου του Freddie Mercury. Η ταινία δεν ήταν για τους Queen, αλλά για τον τραγουδιστή-σταρ. Μην περιμένετε, επομένως, να δείτε κάτι βαθύ και ουσιαστικό, γιατί θα απογοητευτείτε. 
Ο Φαρόκ Μπουλσάρα, γεννημένος στη Ζανζιβάρη, Παρσί στη θρησκεία με καταγωγή από την Ινδία, ήταν ένα καημένο παιδί της εργατικής ορθόδοξης ζωροαστρικής τάξης, εργαζόμενος για ένα μεροκάματο στις μεταφορές αποσκευών στο αεροδρόμιο. Είχε μία ιδιαίτερα πεταχτή και ξεχωριστή οδοντοστοιχία που αποτέλεσε αντικείμενο κοροϊδίας και χλευασμού. Η ταινία μπαίνει κατευθείαν στους Queen, αλλά ο Φαρόκ, που μέσα του ήταν Freddie, είχε σχηματίσει κι άλλες μπάντες πριν από αυτήν. Η ταινία δεν εστιάζει στα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, αλλά σε αυτόν και στην ετεροφυλική σχέση του, ενώ ήταν ομοφυλόφιλος. Η ταυτότητά του βγαίνει ενοχικά και μας την περνάει υποδόρια και ξαφνικά μας ανακοινώνει ότι θα πεθάνει από το κακό AIDS που “he’s got it”. Αλλά, δεν εμβαθύνει καθόλου στις διαδικασίες που πέρασε μέχρι τότε, ούτε στις υπόλοιπες σχέσεις που είχε. Η οικογένειά του και δη ο πατέρας του παρουσιάζονται αυστηροί και συντηρητικοί, αλλά με μία ανοιχτή γλυκιά αγκαλιά στη δύσκολη στιγμή (πόσο αλήθεια να ήταν αυτό;). Οι υπόλοιποι της μπάντας παρουσιάζονται με δύο-τρεις ατάκες σαν καρικατούρες –καλά έκαναν κι έδωσαν την έγκρισή τους σε αυτό, γιατί διατηρούν τον ποπ μύθο τους. Αλλά δεν ήταν αρκετά ανεπτυγμένοι οι χαρακτήρες τους σεναριακά, ήταν σαν να συμπλήρωναν τον μύθο του Freddie που από ό,τι φάνηκε ήταν ένας μετανιωμένος γκέι που είχε ετεροφυλική σχέση με την “Love of his life” και κόλλησε κακό AIDS (για να μάθει). 
Παρά ταύτα, ο Freddy που ξέρουμε σαν κοινό ήταν τόσο δυναμικός και φοβερός που ακόμα κι από αυτό το μυθικό ποπ προφίλ που του φτιάξανε, καταφέρει να φανεί κάπου και να αναδιπλωθεί προς τα έξω, γιατί δεν μπορούμε να μην τον σκεφτόμαστε όλη την ώρα. Η ταινία έχει έναν παλμό (που βασίζεται στη μουσική και στην κάμερα), αλλά σε σημεία φαίνεται ότι είναι ψεύτικος, κάπως κωμικός και φτιαχτός. Ο Μalek, παρότι σίγουρα δούλεψε πολύ και καλά, θυμίζει τον πραγματικό Freddie μόνο όταν είναι σε σκιές, φώτα και δεν φαίνονται τα γουρλωτά μαστουρωμένα μόνιμα μάτια του (σε σκηνές που είναι πλάτη ας πούμε ή με τα γυαλιά είναι σχεδόν άψογος). 
Γενικά, βλέπουμε μία παραλλαγμένη επιφανειακή προσέγγιση του πώς δημιουργήθηκε η μπάντα των Queen, παράλληλα με το ετεροφυλικό ρομάντσο του γκέι τραγουδιστή/ μουσικού/σταρ. Με πολύ ταιριαστή και προσεγμένη κίνηση της κάμερας και αρκετά καλή φωτογραφία και κάδρα για μία βιογραφική αναφορά, περιμένεις κάτι απόλυτα ωραίο και καλοφτιαγμένο (που μάλλον είναι, απλώς εγώ είχα άλλες προσδοκίες). Εκεί που πας να συγκινηθείς, κρατιέσαι, γιατί καταλαβαίνεις ότι δεν είναι όλα αληθινά και βλέπεις έναν σύγχρονο ποπ μύθο για τον γκλάμορους ποπ 80’s μύθο. Οι απώλειες είναι αναμενόμενες, γιατί όταν πας να διαχειριστείς κάτι τόσο μεγάλο, όπως είναι η βιογραφία των Queen και του Freddie Mercury, όσο κόσμο κι αν φέρεις για να αναπαραστήσεις το live aid, ό,τι μασέλα κι αν βάλεις (που καλύτερα να μην την έβαζες),  θα κάνεις μεγάλη θυσία για να ακουμπήσεις έστω και κάτι από την ουσία του και πάλι ίσως να μη το πιάσεις. Δεν νομίζω ότι η ταινία πιάνει κάποια ουσία, είναι ελαφριά και διασκεδαστική, αλλά όχι πραγματική και βαθιά. Είναι ωραίο που δείχνει την επανάσταση ενός ανθρώπου που τον κοροϊδεύουν για την οδοντοστοιχία του, είναι ομοφυλόφιλος από συντηρητική οικογένεια και καταγωγή, και όμως έχει ένα φανταστικό χάρισμα και τραγουδάει υπέροχα, εντούτοις η ιστορία και το σενάριο είναι πετυχημένα επιφανειακά. Οι ατάκες του Freddie σε σημεία είναι ωραίες, μέχρι να δούμε μία περίεργη ενοχή στο βλέμμα του που δεν γίνεται απόλυτα κατανοητή. 
Τέλος, όχι ότι ενδιαφέρει κανέναν/καμία, άνετα θα την ξανάβλεπα την ταινία, γιατί λατρεύω τους Queen και είναι κάπως ευχάριστη, γλυκούλα και ωραία, ό,τι πρέπει για να χαλαρώσεις (αν κι έχω παράπονο που δεν είχε μέσα το "Show Must go on", σίγουρα μπορεί να λειτουργήσει σαν αφορμή για να ψάξει κάποιος/α που είναι από τον Άρη τη μπάντα και να μάθει λίγα περισσότερα πράγματα). 

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018

The Waiter


2018 // Steve Krikris 
Όσες ταινίες έχω δει ανά καιρούς στο φεστιβάλ, εκτός αν είναι πολύ κακές (που και πάλι, δεν ξέρω τι θα πει αυτό), τις βαθμολογώ ως καλές (αν και αυτό με τη βαθμολόγηση είναι διαφημιστικό κι εμπορικό παιχνίδι που μόνο κακό μπορεί να κάνει και τέλος πάντων δεν ξέρω πού στηρίζεται και χάλια είναι), γιατί θέλω να μην πάει καμία στράφι, είναι κρίμα να πέφτει δουλειά από πίσω και να μην αποζημιώνεται. Έτσι -ίσως πολύ λαθεμένα- σκεπτόμενη, βαθμολόγησα και αυτή την ταινία, εντούτοις, και προς μεγάλη μου λύπη, δεν έμεινα καθόλου ικανοποιημένη. Ήταν εκεί οι ηθοποιοί, πολύ στυλ και γκλαμουριά, μου φάνηκαν όλοι πολύ κοντοί σε σχέση με την τηλεόραση και τα μέσα. Η ταινία ήταν sold out. τυχαία την επέλεξα, γιατί άκουσα την προηγούμενη μέρα να λέει μία άγνωστη κοπέλα ότι είναι μία ενδιαφέρουσα ταινία, όμως πολύ λόγος για το τίποτα. Η ταινία δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμενα, αλλά θα μου πεις ό,τι θέλει περιμένει καθένας/καθεμία, έτσι κι εγώ πήγα προκατειλημμένη. Προφανώς και η ταινία δεν είχε καμία σχέση με τους Έλληνες σερβιτόρους/ες, εργαζόμενους/ες του πιο φημισμένου κλάδου στην Ελλάδα, με την εργασιακή επισφάλεια (ΧΑ!) και την τραγική κατάσταση της ανεργίας, γενικότερα. Ας πούμε ότι ο Steve Krikris προσπάθησε να κάνει μία ταινία που να έχει διεθνή κινηματογραφική γλώσσα, κώδικες και απήχηση. Μάλλον, αυτό το κατάφερε, αν και δεν είναι αρκετό. Πολύ στενοχωριέμαι, όταν βλέπω ταινίες που, ενώ φαίνεται να τα έχουν όλα, χάνουν κάτι από αυτό που λίγο αλλιώτικα να ήταν θα ήταν τέλειο. 
Ο Steve Krikris δεν τα δίνει όλα, γιατί κάνει το τεράστιο λάθος να απανθρωπίσει έναν κατά τα άλλα πολύ ανθρώπινο ήρωα και μετά να τον ξανανθρωπίσει για να τον δούμε να προβαίνει στην τελευταία σκηνή και να μην καταλάβουμε γρι από το τι βλέπουμε, αφού υπάρχουν επαρκείς ασάφειες για να μην τεκμηριώνονται τα δεδομένα. Φαινομενικά δεν υπήρχε η τέλεια συνοχή στο σενάριο. Η φωτογραφία και η αισθητική της ταινίας, τα χρώματα, η παγερή και η ψυχρή αίσθηση που έπρεπε να δοθεί, δόθηκε και ήταν και πολύ πετυχημένη. Η σκηνοθεσία, εντάξει, δεν είναι και κάτι τρομερό. Οι ερμηνείες πάρα πολύ καλές. Σερβετάλης και Στάνκογλου εξαιρετικοί, αντιλαμβάνονται τους ρόλους τους και τους περνάνε μέσα στο πετσί τους, παρότι μπορεί να είναι πολύ προφανείς και κλισέ σεναριακά και τους ερμηνεύουν  απόλυτα, κάνοντας την υπέρβαση που ελάχιστα μας κάνει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν κενά. Τα δώσανε όλα με ένα βλέμμα, μία κίνηση και ό,τι άλλο κινηματογραφικά απαιτείται. 
Η ταινία αν δεν είχε την τελευταία σκηνή και δύο-τρεις άλλες και είχε και λίγο διαφορετικό σενάριο και δεν ήταν αυτή, αλλά άλλη -και μπλα μπλα μπλα-, ίσως να ήταν η καλύτερη της χρονιάς ή και κάτι πέρα από μία αγαπημένη ταινία. Τώρα, δεν αλλάζει τίποτα, απλώς είναι κρίμα, με τόσες προδιαγραφές, στήριξη, παραγωγές, χρήμα και τα λοιπά, να κάνει κάποιος κάτι τόσο ωραίο αλλά και με φανερές ελλείψεις. Αυτό είναι και η κανονικότητα στον ελληνικό κινηματογράφο, από την οποία δεν ξεφεύγει κανείς/καμία δημιουργός εύκολα. Ο Krikris έχει να μας δείξει κι άλλα μάλλον και τα κρατάει για μετά, ωστόσο θα πρέπει να φροντίσει λίγο περισσότερο, ώστε να μη χάνεται η οποιαδήποτε μαγεία. 

Hippopoetess


2018 // Francesca Fini

Η Ιταλίδα φεμινίστρια σκηνοθέτιδα, σεναριογράφος και πρωταγωνίστρια της ταινίας έχει κάνει μία εντυπωσιακή άβαντ γκαρντ, ποπ, πειραματική απόπειρα να τρυπήσει την ιστορία και να αναστήσει την Amy Lowell (1874-1925), μία γυναίκα από πλούσια οικογένεια, επιχειρηματία και προ παντός ποιήτρια που εντάχθηκε στο κίνημα του εικονισμού και πήρε το Πούλιτζερ μετά θάνατον. Η Fini ανατρέπει τα δεδομένα και με πολυδιάστατη αισθητική και μεθόδους μας τραβάει από τον γιακά σε έναν κόσμο, όπου αποδομεί την ποιήτρια και την καλλιτέχνιδα, την γυναίκα και τον κόσμο της, τα επαναδομεί και τα ισοπεδώνει ξανά και ξανά μπροστά μας, αναδεικνύοντας τη δύναμη και την ευαισθησία, το πάθος και την ορμή που είχαν και οι δύο γυναίκες -ποιήτρια και σύγχρονη δημιουργός που ταυτίζονται και έρχονται στην οθόνη να μιλήσουν σαν ένα. Μία πολύ ιντριγκαδόρικη κινηματογραφική βουτιά στο υποσυνείδητο, με δόσεις μπόλικης ψυχεδέλειας που ανατρέπει και μελετά τα κινήματα της τέχνης με διάφορους τρόπους που συναρπάζουν και καθηλώνουν. 
Στο καπάκι, η Λευκή ζάχαρη, (White Sugar), μία μικρού μήκους ταινία που αφορά την προπαγάνδα και την αφομοίωση της πληροφορίας, από το 1920, ενώ, παράλληλα, επιχειρεί την κριτική στη θέση της γυναίκας την εποχή των πρώτων διαφημίσεων. Ξεκινάει με την ύπνωση του κοινού και σε παρασέρνει σε ένα ταξίδι στο υποσυνείδητο με ήχους, χιόνια, εικόνες, επανάληψη και μοτίβα αισθητικά και περιεχομένου που αναγνωρίζουν κάτι παραπάνω από τα πρώτα επίπεδα αντίληψης του/της δέκτη/τριας. 
Και οι δύο ταινίες είναι πολύπτυχα κολάζ, μορφές τέχνης που διαπλέκονται και σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό, η μουσική συμβαδίζει με τους χτύπους της καρδιάς και τα πέπλα νοηματικών επιπέδων με τις ενδόμυχες σκέψεις. Τα επιπλέον λόγια περιττεύουν, αν την πετύχετε πουθενά, να της δώσετε μία ευκαιρία και το όνομα αυτής: Francesca Fini. 

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

Ray and Liz


2018 // Richard Billingham
Μία αυτοβιογραφική ιστορία για την οικογένεια του φωτογράφου Richard Billingham που ενέχει τόσο πραγματικές όσο και ακραία σκληρές εικόνες για τη φτώχια και την παρακμή της εργατικής τάξης και των κοινωνικά περιθωριακών στη Βρετανία. Μέσα από εξαιρετική φωτογραφία και κινηματογράφηση, ο Billingham και οι συνεργάτες/τριές του δείχνουν με απλό και ωραίο αισθητικά τρόπο το αποπνικτικό οικογενειακό περιβάλλον, τον αλκοολισμό του πατέρα, την παραίτηση και τη βία που ασκεί η μητέρα, την κακοποίηση από έναν κακό νοικάρη, την εγκατάλειψη και την παραμέληση ανηλίκων. 
Η ταινία χρειάστηκε έξι χρόνια γυρισμάτων, αλλά όπως είπε και η παραγωγός –Jackie Davis- δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Το σενάριο δεν είναι πλούσιο και αναλυτικό. Είναι περιεκτικό και καταδεικτικό και αντλήθηκε με το ζόρι. Ο Billingham επέλεξε να μιλήσει περισσότερο για τον μικρότερο αδερφό του και όχι τόσο για τον ίδιο. Οι γονείς του, παρότι αγαπούσαν τα ζώα και είχαν πολλά κατοικίδια, αλλά και οικονομικά επιδόματα, λόγω αναπηριών, δεν έκαναν τίποτα για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής της οικογένειας. Αντιθέτως, παραμελούσαν και τα δύο παιδιά σε καθημερινή βάση, αφήνοντάς τα εκτεθειμένα σε οποιονδήποτε κίνδυνο, με αποτέλεσμα η πρόνοια να ενδιαφερθεί, με μία τυχαία αφορμή, και να πάει τον αδερφό του σε θετή οικογένεια. Τα χρήματα δεν έφταναν, το διαμέρισμα της κυβέρνησης είναι σαν φυλακή-κονσέρβα,
Η αγριότητα των καταστάσεων τονώνεται ακόμα περισσότερο από τα θολά και αποχρωματισμένα χρώματα, την βαριά ατμόσφαιρα που είναι υγρή, μαύρη και σάπια, τη διάχυτη αθλιότητα των περιχώρων των εργατικών κατοικιών που υπενθυμίζουν το θατσερικό κλοιό και την εγκατάλειψη των εργατικών τάξεων και των φτωχών στη μοίρα τους. Μία ημερολογιακή σχεδόν κινηματογραφική καταγραφή που έχει ενδιαφέρον, όπως ένα ντοκιμαντέρ για την εργατική τάξη, για τη φτώχια επί Θάτσερ.  

Le couperet


2005// Costa-Gavras 
Τι κάνεις όταν είσαι μεγαλοαστός, με τη βίλα σου στα αντίστοιχα βόρεια προάστια της Γαλλίας, μία υπέροχη σύζυγο, παιδιά, σκύλο, εργαζόμενος επί δεκαπέντε χρόνια στην ίδια εταιρεία και αυτή αποφασίζει να σε απολύσει μαζί με άλλους εξακόσιους χιλιάδες εργαζόμενους, γιατί κάνει συγχωνεύσεις; Δεν κάνεις απεργία, δεν κάνεις διαμαρτυρία, δεν κάνεις επίθεση στην εταιρεία, αλλά το γυρνάς τελείως. Διεστραμμένος και διεφθαρμένος καθώς είσαι από το χρήμα,  βιώνοντας την απώλεια της ταυτότητάς σου ως μεγαλοέταιρος, με τον ταραγμένο και κλονισμένο ανδρισμό σου, αφού ένας άνδρας οικογενειάρχης που δεν μπορεί να φέρει χρήματα για να συντηρήσει τη σπιταρώνα, δεν είναι άνδρας, καταλήγεις στον φόνο. Στον φόνο των υποψηφίων και του εργαζόμενου στην ονειρική θέση για σένα. Θέλεις να τη διεκδικήσεις, αλλά δεν έχεις όσα προσόντα έχουν και οι άλλοι, άρα πατώντας επί πτωμάτων θα φτάσεις εκεί που θες. Κυριολεκτικά, ο σκοπός σου αγιάζει τα μέσα; Ή κάπως έτσι.
Ο Κώστας Γαβράς ασκεί κριτική στην αδηφάγα λογική των μεγαλοέταιρων σε πολυεθνικές που λειτουργούν απόλυτα καταστροφικά, με σκοπό να ανέβουν στις βαθμίδες, να διατηρούν παχυλούς μισθούς, για να μπορούν να επιδεικνύουν την εξουσία και το χρήμα τους, για να μπορούν να αποκτήσουν ταυτότητα μέσα από την ανέλιξή τους στην καπιταλιστική πυραμίδα. Ο πρωταγωνιστής βρίσκεται σε μεγάλη σύγχυση, η οποία τον οδηγεί παραδόξως, απευθείας στον φόνο που αποτελεί και την πιο άμεση λύση εξόντωσης των πιθανών αντίζηλών του που δεν είναι καν πραγματικοί υποψήφιοι για αυτή τη δουλειά. Απλώς, ο ίδιος καταστρώνει ένα σχέδιο, ώστε μέσα από αυτό υποθέτει ποιοι θα μπορούσαν να στείλουν βιογραφικά για την ονειρική δουλειά που επιθυμεί να διεκδικήσει στην πιο ανεπτυγμένη εταιρεία χαρτιού, εντοπίζει έναν-έναν αυτούς που πιστεύει ότι θα ήταν καλύτεροι από αυτόν και πολύ απλά τους σκοτώνει. Το τέρας ξυπνάει μέσα του, αλλά φαίνεται πως είναι απολύτως φυσιολογικό για τον συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου. Δηλαδή, είναι κάτι το οποίο οραματίζονται πολλοί μάλλον σε αντίστοιχες θέσεις και αυτός καταλήγει να το υλοποιήσει. Ο ήρωας βλέπει παντού διαφημίσεις με ημίγυμνες γυναίκες που συμβολίζουν την καταπατημένη επιθυμία του. Δεν μπορεί να έχει τίποτα  πια. Η γυναίκα του και τα παιδιά του προσπαθούν να τον βοηθήσουν, αλλά είναι φρικιαστικός και τους τρομάζει, τους απωθεί και  με την παράξενη συμπεριφορά του, φτάνουν να απορούν, αλλά όχι και τόσο, γιατί κάπως έτσι ήταν και πριν. Αλλά ακόμα και η οικογένεια περιμένει από αυτόν τον άνδρα να ανταποκριθεί ως ο πατέρας, ο στύλος της οικογένειας, που είναι πάντοτε ψύχραιμος και βρίσκει λύσεις. 
Στην ταινία αναδεικνύεται μέσα από το προσωπικό δράμα, ένας ευρύτερος προβληματισμός για την απληστία των εταιρειών, για την ανακύκλωση των ανθρώπων στον χώρο της εργασίας, για την έλλειψη αλληλεγγύης, για την υπαρξιακή σύγχυση των εργαζομένων, για τον καταναλωτισμό και τη διαφήμιση και για τον φαύλο κύκλο της επιτυχίας. Για να  φτάσεις στην απώτατη θέση που οραματίζεσαι στην πυραμίδα, πρέπει να θυσιάσεις, να σκοτώσεις, να εξοντώσεις, οποιονδήποτε υποθέτεις ότι θα μπορούσε να σε σαμποτάρει. Αλλά κι όταν φτάνεις εκεί που νόμιζες ότι ήθελες, πάλι υπάρχει μία αμφιβολία που εκκρεμεί και αναρωτιέσαι, αν αυτό, εν τέλει, ήταν και το επιθυμητό. 
Σημειώνω ότι αυτή η ταινία φτιάχτηκε για την κρίση πριν καν υπάρξει η κρίση. Ήταν σαν ο Γαβράς να προέβλεψε την επερχόμενη καταστροφή. 

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Suspiria



2018 // Luca Guadagnino,  David Kajganich

Θα τρελαθώ κατ’αρχήν με την Tilda Swinton. Πόσο φοβερή, πόσο καλή, πόσο σωστή και άψογη. Σαν αγαλμάτινη φιγούρα, που όσο μεγαλώνει ηλικιακά τόσο πιο πολύ επηρεάζει με την κινηματογραφική όψη και στάση της. Όπου και να τη δω μου αρέσει, αλλά εδώ δίνει ρέστα, για αυτό και αρχίζω την περιγραφή της ταινίας, αναφερόμενη σε αυτήν. Δεν γίνεται να είναι τόσο υπέροχη, μάλλον δεν είναι άνθρωπος, αλλιώς δεν εξηγείται. Στην ταινία ερμηνεύει τρεις διαφορετικούς ρόλους-Madame Blanc, Dr. Josef Klemperer, Helena Markos-και είναι αγνώριστη και αξεπέραστη. Την πληροφορία αυτή την άντλησα αφού είδα την ταινία και εξεπλάγην, παρότι η ερμηνεία της Swinton στον πιο προφανή ρόλο της –Madame Blanc-, με είχε σαγηνεύσει για μία ακόμα φορά. Κατά δεύτερον, για να μη λέμε μόνο θετικά, με αποπροσανατόλιζε από τα φοβερά και εξαιρετικά στημένα και αρθρωμένα δρώμενα της ταινίας, το soundtrack του Thom Yorke, αλλά οι απόψεις διίστανται –η φίλη μου θεώρησε ότι το soundtrack ήταν πάρα πολύ ωραίο και ταιριαστό με την ταινία. Εμένα με έβγαζε εκτός κλίματος κάποιες στιγμές, ενώ κάποιες άλλες ήταν απλώς ταιριαστό και όχι κάτι παραπάνω ή λιγότερο. 
Γενικά, έχω δει τη Suspiria του Dario Argento δύο φορές στην εφηβεία μου και με είχε κάνει να πωρωθώ άσχημα με το ιταλικό horror σινεμά του. Ακόμα και σήμερα θεωρώ ότι η ταινία εκείνη τότε μου είχε κλέψει κάτι από την καρδιά και δεν θα την αντικαταστήσει καμία άλλη Suspiria. Παρά ταύτα, πιστεύω πως και ο Guadagnino έκανε θαύματα με τη βοήθεια της διασκευής (Kajganich) του αρχικού σεναρίου. Τα παιδιά φτιάξανε μία άλλη ταινία, για να είμαστε ξεκάθαρα απέναντι σε αυτό που βλέπουμε, κάνοντας ωστόσο με σεβασμό και φροντίδα ένα υπόμνημα στην παλιά. Φοβερή κινηματογράφηση, υπέροχη φωτογραφία και χρώματα, κυριαρχεί το σκούρο μπλε, ενώ το κολασμένο κόκκινο σε λιγότερες φάσεις, οπότε μπράβο, Sayombhu Mukdeeprom –που έκανε φωτογραφία και στο Call me by your name και ήταν υποψήφιος και για πολλά βραβεία, όχι ότι έχει τρομερή σημασία, αλλά να έχουμε να λέμε. Νομίζω ότι η φωτογραφία και ο ήχος σε αυτή την ταινία είναι κυρίαρχα, παρότι έχει γίνει πάρα πολύ καλή δουλειά στο μακιγιάζ. Η ερμηνεία της Dakota Johnson είναι αρκετά ενδιαφέρουσα. 
Δεν έχω να πω πολλά, πρέπει να την ξαναδώ, γιατί στο σινεμά, μου διέφυγαν κάποιες λεπτομέρειες και ήταν λες και παρασύρθηκα σε μία τελετουργία, σαν αυτές στην ταινία, λες και βυθίστηκα σε αυτό το ονειρώδες χόρρορ που είναι τόσο γοητευτικά κατασκευασμένο και τόσο προσεκτικά δουλεμένο. Η ταινία είχε πολύ έντονα επιβλητικά  αισθητικά στοιχεία, κάτι που την κατατάσσει επάξια στην κατηγορία Art Horror. Ωστόσο, δεν είναι τόσο τρομακτική, είναι κυρίως συγκλονιστική. Όλα μου άρεσαν και όσο έβλεπα την ταινία, τόσο καταλάβαινα πόσο διαφορετική ήταν από την πρώτη και μοναδική Suspiria –κατά τη γνώμη μου- και πως αν είχε άλλο τίτλο, θα ήταν σαφέστερο το ότι αποτελεί ένα τελείως διαφορετικό έργο, ταυτόχρονα και μνεία στην συνεισφορά του Argento στον παγκόσμιο κινηματογράφο.