Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

The Big Short



2015 // Adam McKey (dir., scr.wr.), Charles Randolph, Michael Lewis (scr.wr.)

Το 2006 τρεις διαφορετικές  ομάδες χρηματιστών ποντάρουν ενάντια στην πολλά υποσχόμενη αγορά των στεγαστικών ομολόγων και δανείων και συνειδητοποιούν κατά τη διάρκεια πόσο διεφθαρμένη είναι η αμερικάνικη οικονομία και κατ’ επέκταση συνολικά το καπιταλιστικό σύστημα που χτίστηκε πάνω σε σαθρές βάσεις για χάρη άτεγκτων και ανήθικων χρηματιστών που έβγαλαν κι έχασαν δισεκατομμύρια και εκατομμύρια.  Περίπου αυτή είναι και η περιγραφή που δίνει το IMDB, χωρίς το τέλος της πρότασης, για να περιγράψει συνοπτικά την ταινία The Big Short  που καλό θα ήταν να τη δούνε όλες/οι, αν θέλουν να καταλάβουν τις πολυπλοκότητες που μπορεί να κρύβονται πίσω από κάθε οικονομική κρίση που προκύπτει στον κόσμο, ακόμα και στην Ελλάδα, που αναφέρεται μέσα στην ταινία, μαζί με την Ισπανία, σαν τις χώρες που πέσανε πρώτες, όταν έσκασε η μεγάλη φούσκα. 
Βασισμένη στο βιβλίου του Michael Lewis, η ταινία περιγράφει με ακρίβεια πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην αμερικάνικη αγορά και οδήγησαν στην δραματική αύξηση του αριθμού των ανέργων και αστέγων σε όλο τον κόσμο. Η ταινία επικεντρώνεται σε χρηματιστές που προσπάθησαν να αντιδράσουν απέναντι σε αυτό που πήγε να γίνει με σκοπό να κερδίσουν και αυτοί χρήματα, συνειδητοποιώντας, εντούτοις τη βρωμιά και την απανθρωπιά που υπήρχε πίσω από όλο αυτό που γινόταν. Στεγαστικά ομόλογα που δεν διάβασε κανείς, δάνεια που δίνονταν για ψύλλου πήδημα σε άτομα που δεν μπορούσαν να τα ξεπληρώσουν ποτέ, αμύθητα πλούτη που δεν στηρίζονταν σε καμία πραγματικότητα, ζωές βουτηγμένες στη χλιδή και στη διαφορά, χρηματιστές που αξίζουν σοβαρές ποινές για τις πράξεις τους (μόνο ένας τιμωρήθηκε στην πραγματικότητα), μεγάλες εταιρείες που φαλίρισαν σε μία μέρα και πέταξαν εκατοντάδες κόσμο στον δρόμο, και όλα αυτά μέσα από έναν κύκλο οικονομίας και βίντεο από τη ζωή που έκαναν πραγματικοί άνθρωποι εκείνη την περίοδο. Σαν να μην έφταναν αυτά, η ταινία κάνει και μία μίνι σάτιρα του The Wolf of Wall Street που παρουσίαζε τα πράγματα μέσα από ένα αλλοτριωτικό, γλυκαντικό πρίσμα και δεν άφηνε να φανούν οι ευρύτερες επιπτώσεις που είχαν οι αποφάσεις των χρηματιστών της Wall Street. 
Μία εξαιρετική και ευφυής μελέτη πολιτικής οικονομίας μέσω κινηματογράφου που δεν αξίζει να παραληφθεί για πάρα πολλούς λόγους. 
Το μεγάλο σορτάρισμα, λοιπόν. 

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Bandersnatch


2018 // Charlie Brooker (wr.), David Slade (dir.)
Είστε έτοιμες/οι να διαχειριστείτε την τηλεοπτική παράνοια κι έναν διαδραστικό και δημιουργικό εφιάλτη; 
Στην αρχή ενθουσιάστηκα πάρα πολύ, μόλις είδα ότι το Black Mirror έβγαλε διαδραστική ταινία. Διαδραστική ταινία! Ουάου! Μετά τα βίντεο γκέιμς, τα παιχνίδια ρόλων και τα 88 Ντολμαδάκια του Τριβιζά, ήρθε η ώρα να υπάρξει μία τέτοια ταινία, όπου εσύ θα κατευθύνεις τον/την πρωταγωνιστή/τρια. Όμως δεν είναι η οποιαδήποτε ταινία. Είναι ταινία από το Black Mirror που ασκεί στυγνή κριτική απέναντι στον τρόπο υιοθέτησης και διαχείρισης των νέων τεχνολογικών επινοήσεων. Η ταινία Bandersnatch έχει φτιαχτεί για να επιλέγει ο θεατής.
Η ταινία διαδραματίζεται το 1984. Ένας νέος δημιουργός βίντεο γκέιμς με ψυχολογικά προβλήματα είναι το κεντρικό υποκείμενο των επιλογών (Fionn Whitehead). To 1984 μπορεί είναι μία οργουελική επιλογή ή και όχι. Εντούτοις, προσφέρει την αγαπημένη -και συνηθισμένη πια- βίντατζ ατμόσφαιρα-ενώ δίνει παράλληλα την αίσθηση ότι όλα παρακολουθούνται από όλους και δεν υπάρχει απόρρητο, ιδιωτική ζωή, ελευθερία και ανεξαρτησία. Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από το βιβλίο Μέσα από τον Καθρέφτη, του Lewis Carroll, γραμμένο το 1872.
“Beware the Jabberwock, my son!
The jaws that bite, the claws that catch!
Beware the Jubjub bird, and shun
The frumious Bandersnatch!”
Στην ταινία, το Bandersnatch λειτουργεί σαν δαίμονας, είναι ο τίτλος ενός μυθιστορήματος, αλλά και του παιχνιδιού που θέλει να φτιάξει ο πρωταγωνιστής. Η αλήθεια είναι ότι ένα τέτοιο παιχνίδι είχε ξεκινήσει να φτιάχνεται το 1984, όντως, αλλά η εταιρία διέκοψε την παραγωγή του για αδιευκρίνιστους λόγους.
Χρησιμοποιώντας το ποντίκι, σου δίνει ανά φάσεις της πλοκής δύο επιλογές. Επιλέγεις από απλά έως πιο κρίσιμα πράγματα. Αν δεν κάνεις αυτή που θεωρείται σωστή φτάνεις σε μία κατάσταση, όπου σε ξαναγυρίζει πίσω για να διορθώσεις την επιλογή σου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να βλέπεις διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ιστορίας. Το κουβάρι ξετυλίγεται και ξανατυλίγεται συνέχεια. Με Thompson Twins και Tangerine Dream, αν κάνετε τη σωστή επιλογή! 
Κατά τη διάρκεια, οι επιλογές γίνονται όλο και πιο σύνθετες, δύσκολες, βίαιες και σκληρές. Σε εμένα όλα φαίνονταν παρανοϊκά, μερικές φορές ανούσια και βαρετά και άλλες φορές φιλοσοφικά και υπαρξιακά. Με αποτέλεσμα, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Δεν μπορείς να αποφύγεις την κατάληξη. Ακόμα κι αν όλα τα κάνεις όσο πιο ηθικά γίνεται, η λούπα της πλοκής σε οδηγεί στην περιδίνηση της υπαρξιακής σύγχυσης του ήρωα. Δεν υπάρχει, δηλαδή, ηθική επιλογή. Όλα είναι προδιαγεγραμμένα. 
Ο χρόνος είναι σχετικός, η ταινία λέει ότι διαρκεί μιάμιση ώρα, εντούτοις έχουν γυρίσει υλικό για πέντε ώρες. Σύμφωνα με τις επιλογές που έκανα εγώ, κράτησε δύο και κάτι περίπου ώρες. Είσαι υποχρεωμένη/ος να επιλέξεις και αν δεν το κάνεις, η πορεία της ταινίας συνεχίζεται, καθώς επιτελείται αυτόματα τη  λανθασμένη επιλογή –αν και δεν υπάρχει κάποια απόλυτα σωστή. Με αυτόν τον τρόπο, η ταινία κάνει ευθεία κριτική στην ελευθερία της βούλησης και σε οδηγεί να δεις τι έκανες, αφού δεν επέλεξες, ώστε να πρέπει να ξαναγυρίσεις πίσω. Όλες οι επιλογές και οι πράξεις σου είναι προγραμματισμένες ώστε να στραφούν εναντίον του πρωταγωνιστή με κάποιον τρόπο και να σε κάνουν να πικραθείς λίγο. Δεν στενοχωριέσαι, ούτε συνδέεσαι με αυτό που βλέπεις συναισθηματικά, γιατί επικρατεί μία σχετικότητα που θυμίζει και δεν θυμίζει το Truman Show
Ο ενθουσιασμός που αρχικά είχα, μετουσιώθηκε σε προβληματισμό για το τι έχω κάνει. Όπως στα παραμύθια του Τριβιζά ή του Carroll, το τέλος μπορεί  να είναι καλό και κακό μαζί, αλλά και μυστήριο έτσι και στο παραμύθι του φοβερού και τρομερού Charlie Brooker. Βέβαια, το τελικό αποτέλεσμα πετυχαίνει με τη σκηνοθετική συνεργασία του David Slade που έχει γυρίσει μεταξύ άλλων το Metalhead (s4e5, Black Mirror), στο οποίο γίνεται αναφορά εντός του Bandersnatch. Η ταινία δεν σου δίνει τη δυνατότητα να γυρίσεις πίσω ή μπροστά και αν πατήσεις την επιλογή «επιστροφή» σε βάζει να κάνεις reloading και ό,τι γίνει. Δεν έχει τη δυνατότητα να μεταβείς και να δεις όλα τα τέλη και την έκβαση των επιλογών. 
Είναι εντυπωσιακό και μακάρι να γίνουν περισσότερες τέτοιες ταινίες. Ξέχασα να πω, ότι στο δικό μου τέλος-δεν ξέρω αν όλοι/ες έχουν το ίδιο- γίνεται άμεση αναφορά στο Netflix και διαφήμιση κατά κάποιον τρόπο του δικτύου (αυτοπροβολή). Το Netflix είναι ένα από τα σύγχρονα τηλεοπτικά δίκτυα που ελέγχουν και καθορίζουν με πολύ περίεργο και φουτουριστικό τρόπο την ψυχαγωγία του κοινού και το να προβληθεί αυτό το επεισόδιο σε αυτή την πλατφόρμα με εσωτερική αναφορά στο δίκτυο είναι φρικαλέα και εξαιρετική ιδέα, ταυτόχρονα. Όλα είναι τρομερά και υπέροχα σε αυτό το σουρεαλιστικό τριπ του ασυναγώνιστου Black Mirror. Ιστορία μέσα στην ιστορία με έναν λαβύρινθο μάτριξ να στήνεται μπροστά σου ύπουλα και σταδιακά. Παρακαλάς να ξεγλιστρήσεις ή εύχεσαι απλώς να το ξαναζήσεις.  Είναι υπέροχο, απλό και σε βάζει να προβληματίζεσαι τόσο πολύ που στο τέλος σκας ωραία.

Βλ. περισσότερα: https://www.vox.com/culture/2018/12/28/18158908/black-mirror-bandersnatch-1984-no-spoilers-netflix-data

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Eighth Grade


2018 // Bo Burnham 

Μετά το όχι και τόσο φοβερό, αλλά καλούτσικο The Big Sick (2017), ο ταλαντούχος δημιουργός Bo Burnham επιστρέφει με το Eighth Grade και μας αφήνει άφωνες με την ακρίβεια της περιγραφής του πολύπλοκου και πολυδιάστατου εσωτερικού κόσμου ενός παιδιού/έφηβης. Νομίζω ότι αυτή η ταινία θα πρέπει να προβάλετε στα σχολεία –τουλάχιστον της Αμερικής. Είναι φοβερό το πώς καταφέρνει να δείξει υποκειμενικά τη ζωή ενός κοριτσιού που είναι στο περιθώριο, δεν μιλάει πολύ, είναι αμήχανα επικοινωνιακή με τους άλλους και έχει προφανώς έναν εξιδανικευμένο έρωτα, ενώ φτιάχνει υπέροχα βιντεάκια αυτογνωσίας, όπου μιλάει για αυτά που της συμβαίνουν. 
Είναι έξυπνη και δημιουργική και βιώνει πολύ έντονα συναισθήματα αγωνίας για το πώς θα μπορέσει να ενταχθεί στο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο συνυπάρχουν τα παιδιά της ηλικίας της ή και μεγαλύτερα. Κάτω από το περίβλημα της που είναι ένα ρομαντικό κράμα ντροπής, ευαισθησίας και αμηχανίας, βράζουν το σθένος, το θάρρος και η δύναμη της που πυροδοτούνται από τη στήριξη και την αγάπη που λαμβάνει από τον μοναδικό και καταπληκτικό πατέρα της. Ο πατέρας της βρίσκεται παντού γύρω της σαν σκιά και δεν της επιτίθεται, την ακούει, τη ρωτάει από ενδιαφέρον και αποδέχεται τη σταδιακή εξέλιξη, το μεγάλωμα και την ωρίμανσή της, παρότι είναι δύσκολα και απαιτητικά. Την αφήνει να εκφράζεται και τη θαυμάζει για αυτό που είναι και βρίσκεται εκεί για να την αγαπάει και να τη φροντίζει, να την σηκώνει όταν πάει να πέσει και να τη βοηθάει στα βήματα που κάνει για να μεγαλώσει.  
Ο ίδιος είναι μόνος του, γιατί η μητέρα είναι απούσα και τους παράτησε, οπότε καταλαβαίνει πόσο σημαντικός και σπουδαίος είναι ο ρόλος του και στέκεται εξαιρετικό τρόπο δίπλα στην κόρη του που νοηματοδοτεί και τη ζωή του, με έναν θετικό τρόπο. Είναι ακριβής προσομοίωση αυτού που λένε great parenting. Άρα πέρα από τα σχολεία, αυτή η ταινία πρέπει να προβληθεί και σε μπαμπάδες και μαμάδες. 
Η Kayla είναι ένα υπέροχο απλό κορίτσι που βιώνει ποικίλα συναισθήματα που απεικονίζονται στην κινηματογραφική οθόνη με παιχνίδια στο soundtrack και μας τραβάει στον μαγικό, συναρπαστικό κόσμο της που κάποτε μοιάζει με το πιο τρομακτικό θρίλερ. Ο κόσμος των παιδιών-εφήβων είναι βάναυσος και σκληρός για αυτά τα παιδιά που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες. Αυτό που βλέπουμε είναι μία πλήρης απεικόνιση της σύγχρονης γενιάς των δεκατριάχρονων που ζούνε μέσω κινητών τηλεφώνων μία παράλληλη εκδοχή της πραγματικότητας που τους δείχνει πώς πρέπει να συμπεριφέρονται για να γίνουν αποδεκτά και κουλ. Στην ταινία βλέπουμε ότι τα κουλ συνομήλικα κορίτσια με την Kayla, είναι απολύτως χαζά, κακότροπα, κακομαθημένα και χαμένα στον φανταστικό τους κόσμο, ενώ αναπαράγουν και μιμούνται κυρίαρχα πρότυπα ομορφιάς. Το αγόρι που αρέσει στην Kayla είναι ένα αγόρι που σύμφωνα με τα κυρίαρχα πρότυπα πάλι, συμπεριφέρεται σεξιστικά και αντικειμενοποιητικά και οι φήμες λένε ότι χώρισε το κορίτσι του γιατί δεν του έδειχνε γυμνές φωτογραφίες της, ενώ το πρώτο πράγμα που τον ενδιαφέρει να μάθει για την Kayla, όταν αυτή τον προσεγγίζει είναι αν κάνει στοματικό έρωτα. Η Kayla όμως δεν είναι τόσο αφελής, παρότι θέλει να είναι μανιασμένα cool και θέλει να φύγει από το περιθώριο, γιατί καταλαβαίνει πολλά περισσότερα πράγματα από αυτό που δείχνει. Οπότε, προσπαθεί σκληρά για να βγει από αυτό το κακό τριπ ορμονών που οδηγούν τα νεαρά άτομα σε αυτές τις καταστάσεις. 
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η σκηνή όπου τα παιδιά αντί για την πρόληψη φυσικών φαινομένων, όπως ο σεισμός ή ένα τσουνάμι (Αμερική γαρ), προπονούνται και προετοιμάζονται ενδοσχολικά, για την πιθανότητα επίθεσης από έναν shooter. Δηλαδή, ο διευθυντής/καθηγητής ντύνεται οπλιστής που εμφανίζεται και εκτελεί κόσμο, ενώ ενημερώνει τα παιδιά για τις κινήσεις που πρέπει να κάνουν σε τέτοια περίπτωση, ώστε να προστατέψουν τον εαυτό τους και να σωθούν. 
Η Kayla και τα παιδιά της όγδοης δημοτικού, της τελευταίας τάξης του middle school κάνουν επίσκεψη γνωριμίας περιβάλλοντος και συνθηκών στο high school. Εκεί η μικρή πρωταγωνίστρια γνωρίζει την Olivia, που τυχαία ορίζεται ως το ζευγάρι της-η σκιά της, ώστε να της δείξει τα κατατόπια και να της δώσει μία γεύση από αυτό που πρόκειται να ζήσει. Η Olivia είναι ένα κορίτσι που φαίνεται πολύ κουλ τώρα  που μεγάλωσε, σαν εξέλιξη της Kayla, ενώ η ίδια παραδέχεται πως κάποτε ήταν χειρότερη από την Kayla. Η Olivia συμβουλεύει τη μικρή φίλη της να μην ακούει τα άτομα που της φέρονται άσχημα και της λέει ότι όλα αυτά θα αλλάξουν πολύ σύντομα, γιατί ένας νέος κόσμος ανοίγεται μπροστά της. Όταν προσκαλεί την Kayla να βγει μαζί με την παρέα της στο εμπορικό κέντρο όλα αλλάζουν. Η Kayla αισθάνεται ότι έχει μία ελπίδα να κοινωνικοποιηθεί όπως θα ήθελε και ονειρεύεται. Όμως βιώνει μία κακή εμπειρία ωρίμανσης, εξαιτίας ενός αγοριού που επιδιώκει να την κακοποιήσει ερωτικά. Όταν το ξεπερνάει αυτό, η Kayla γίνεται ακόμα καλύτερη και παρασάγγας αισιόδοξη για την ίδια και για το μεγάλωμά της. Σε αυτή τη διαδικασία που είναι σύνθετη και ιδιαίτερα πολύπλοκη, ο μπαμπάς της είναι πάντοτε εκεί για να την αναστηλώνει συναισθηματικά και υπαρξιακά. 
Η ταινία είναι δύσκολη, όπως και η προεφηβεία-εφηβεία. Ωστόσο, έχει τόσο όμορφα και ευαίσθητα σημεία, είναι τόσο γνήσια και αληθινή που μοιάζει με ένα μικρό αστραφτερό διαμαντάκι. Είναι στην ίδια κατηγορία με την ταινία Thirteen (2003), εντούτοις είναι πολύ πιο σύνθετη, πραγματική και όμορφη και αφορά πολλά περισσότερα παιδιά της σύγχρονης εποχής. 

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Roma

2018 // Alfonso Cuaron 

Είναι μερικές ταινίες που είναι απλώς ανάρπαστες εμπειρίες, τις βλέπεις και δεν μπορείς να τραβήξεις το βλέμμα σου από την οθόνη και αυτό δεν έχει σχέση με την πλοκή. Η ανάγκη σου να την παρακολουθείς έχει σχέση μάλλον πολύ περισσότερο με τη λεπτομέρεια που υπάρχει σε κάθε καρέ και πλάνο. Σκέφτεσαι ότι δεν έχει αφεθεί τίποτα στην τύχη του και όλα είναι τόσο μαγικά και υπέροχα που αφήνεσαι απλώς να ταξιδεύεις μέσα σε αυτό λες και είναι κινούμενος πίνακας ζωγραφικής, λες και είναι φωτογραφία που ζωντανεύει ή απόσπασμα από τις αναμνήσεις και τη ζωή κάποιου/ας.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται για την άριστη κινηματογραφική αποτύπωση των αναμνήσεων του Alfonso Cuaron από την παιδική του ηλικία, στη Roma του Μεξικού. Αυτός ο υπερταλαντούχος και εργατικότατος τύπος αξίζει σίγουρα πολλά παραπάνω από ένα όσκαρ. Με κέντρο την οικιακή βοηθό που τους στάθηκε σαν μάνα και κάτι παραπάνω, επιστρέφει στο 1971, όταν οι γονείς του χώρισαν και όταν παρακρατικές στρατιωτικές οργανώσεις επιτέθηκαν στους διαμαρτυρόμενους/ες φοιτητές/τριες (Corpus Christi Massacre), με αποτέλεσμα να υπάρξουν νεκροί στον δρόμο. Και αυτή η συνθήκη αποτυπώνεται εξαιρετικά, με μπόλικες σημαίνουσες λεπτομέρειες να ενισχύουν και να συμπληρώνουν το τελειομανικό κάδρο που κινείται. Βλέπουμε το σινεμά στα καλύτερά του. 
Μέσα από μία υπερπαραγωγή ταινίας, με αρκετούς χαρακτήρες, άπειρους κομπάρσους και έξοχο στήσιμο, την οθόνη διανύουν εικόνες από το Μεξικό και την καθημερινότητα της εποχής. Σκηνές σε ταράτσες με γυναίκες εργάτριες που απλώνουν ρούχα κι ένα παιδί που παίζει και η φαντασία του εκτείνεται πέρα από τα συνηθισμένα και τα αναμενόμενα. Εικόνες από χαμόσπιτα, όπου υποψήφιοι πολιτικοί παράγοντες κάνουν διαφημιστικά τρικς για να πείσουν τους φτωχούς να τους ψηφίσουν με την υπόσχεση ότι θα τους φέρουν το νερό που τους λείπει. Ροκ μπάντες σε καλύβες με λάσπες. Οργανωμένες πολεμικές τέχνες σε τεράστια γήπεδα. Μία πορεία και οι τρομακτικές εξελίξεις της, μέσα από το παράθυρο ενός μαγαζιού. Ένα νοσοκομείο, μία παραλία και ένα τεράστιο σπίτι. Ένα σινεμά, χώροι διασκέδασης, ένα δάσος. Και πολλοί χώροι ακόμα. Όταν λέμε ότι μας φέρνει τις αναμνήσεις του μπροστά, το εννοούμε όντως! Έχει φροντίσει να αποτυπώσει κάθε λεπτομέρεια για το τι θυμάται ανάμεικτα με το τι συνέβαινε.
Στο κέντρο των πραγμάτων, ο φακός του Cuaron αποτυπώνει με ασπρόμαυρη αισθητική το οικογενειακό του σπίτι, τη σχέση με τα αδέρφια και τους γονείς του, την αίσθηση που του έδιναν τα πράγματα και όπως τα θυμάται ως ενήλικας, αλλά και όπως τα έβλεπε όταν ήταν παιδί. Περιγράφει τη μοναξιά των γυναικών, την έλλειψη του πατέρα του που τους εγκατέλειψε, τη ζωή της οικιακής τους βοηθού, που ήταν Μεξικανή και αξιαγάπητη. Η σχέση τους ήταν οικογενειακή, δηλαδή, η Κλέο, η βοηθός ήταν κάτι παραπάνω από απλή εργαζόμενη, παρότι αντικειμενοποιείται και θεωρείται κατώτερη. Τα προβλήματά της γίνονται σιγά-σιγά αντιληπτά από την οικογένεια, ενώ τα παιδιά φαίνεται να την αγαπούν σαν μαμά τους. Γενικώς, η ταινία μας δείχνει ότι οι οικιακές βοηθοί αντιμετωπίζονταν σαν δούλες των πλουσίων μεσοαστών και μεγαλοαστών, πολύ συχνά γίνονταν δέκτριες επιθετικότητας, άδικων παρατηρήσεων, ενώ μετατρέπονταν σε σάκους του μποξ. Αντίθετα, φαίνεται πως οι μεσο/μεγαλοαστοί έχουν διαφορετικό τρόπο να διαχειρίζονται τα πράγματα, γιατί έχουν την οικονομική δύναμη που τους καθιστά ταξικά ανώτερους και άρα πριμοδοτημένους. Παρότι αριστεροί και υποτίθεται πολιτισμένοι και μορφωμένοι, χρησιμοποιούν γυναίκες άλλης καταγωγής για να τους υπηρετούν και τις συμπεριφέρονται αρκετά ανάρμοστα, μερικές φορές φαίνεται να μη τις υπολογίζουν σαν ανθρώπους, τουναντίον τις αντιμετωπίζουν σαν απρόσωπες υπαλλήλους.
Είναι χαρακτηριστικό στην ταινία ότι οι πλούσιοι σε μία φωτιά κρατάνε τα κρασιά τους και απλώς στέκονται σε μία άκρη και βλέπουνε το δάσος να καίγεται και τους φτωχούς να τρέχουν να σβήσουν με κουβάδες κάθε ίχνος φλόγας. Έπειτα, στο νοσοκομείο έχουν προτεραιότητα, ενώ οι φτωχές βοηθοί έπρεπε να υπηρετούν και να ακούνε τα αφεντικά τους, από τα πιο απλά πράγματα έως και το σημείο της μαρτυρικής θυσίας. Οι ζωές τους λειτουργούν βοηθητικά και υποστηρικτικά για τις ζωές των άλλων. Την πρωταγωνίστρια οικιακή βοηθό, Κλεό (Yalitza Aparicio), διακατέχει μία ιδιαίτερη και λεπτή ευαισθησία, αφού βλέπει τον κόσμο σαν παιδί, μέσα από τα μάτια των παιδιών που προσέχει και φυλάει και αγαπάει σαν να είναι δικά της παιδιά, όπως και αυτά την αγαπούν σαν να είναι δική τους μαμά. 
Η Κλεό περνάει πολλές δυσκολίες, διαφορετικές από την αφεντικίνα της, η οποία της λέει ότι "Εμείς οι γυναίκες είμαστε πάντοτε μόνες, μην ακούσεις όποιον σου πει κάτι διαφορετικό". Είναι περίεργο και ενδιαφέρον και μαγικό το πώς ένας άνδρας, ο Cuaron, βλέπει με τόση τρυφερότητα αυτή τη γυναίκα που τον μεγάλωσε με αυτόν τον παστρικό τρόπο και τη φροντίζει τόσο πολύ κινηματογραφικά, ενώ καταφέρνει να την αποτυπώσει με σεβασμό, αποδίδοντάς της μία ξεχωριστή ποιότητα χαρακτήρα. 
Για το τέλος άφησα το καλύερο. Δεν θέλω να πω πολλά, γιατί είναι ένα θαύμα που δεν περιγράφεται. Ο λόγος γίνεται για τον ήχο της ταινίας. Έχει γίνει πολύ καλή δουλειά που ανεβάζει τόσο πολύ το επίπεδο της εικόνας, ώστε να νιώθεις πως ζωντανεύει αυτό που βλέπεις σε τέτοιο βαθμό που γίνεσαι από παρατηρήτρια, μέρος του. Είχα πάρα πολύ καιρό να δω τέτοια ταινία και μπορώ να πω ότι με άφησε πολύ πολύ ικανοποιημένη και ενθουσιασμένη με έναν τρόπο που το ξέρω από τώρα ότι θα την σκέφτομαι και θα τη στοχάζομαι και στο μέλλον. Είναι κάποια έργα τέχνης που αποτελούν σημεία αναφοράς και πιστεύω ότι το Roma για μένα μέλλεται να γίνει ένα από αυτά. 

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Primal Fear


1996 // Gregory Hoblit (dir.), Steve Shagan, Ann Birdman (screen writers)
Based on the novel by William Diehl

Βασικό μουσικό θέμα της ταινίας, όχι τυχαία: https://www.youtube.com/watch?v=v_2fyB4dj4U

Στη σχολή μας είπαν ότι το σενάριο είναι μία μορφή ενορχήστρωσης. Εγώ πιστεύω ότι και το τελικό αποτέλεσμα μίας τεράστιας διαδικασίας που ονομάζουμε «ταινία» είναι επίσης μία μορφή ενορχήστρωσης ακόμα πιο ενισχυμένη και σύνθετη.  Δεν ξέρω αν είναι λίγες ή πολλές οι ταινίες που καταφέρνουν να δώσουν την αίσθηση μία περίεργης ικανοποίησης, όπου όλα είναι άψογα δομημένα και φροντισμένα, ώστε να μετατρέπονται σε «εμπειρίες» πέρα από θεάματα. 
Το Primal Fear είναι σίγουρα μία τέτοια ταινία που ας πούμε ότι φτιάχτηκε με παλιομοδίτικους τρόπους, όμως διατηρεί τη διαχρονική του σημαντικότητα.  Πρωταγωνιστεί ο Richard Gere που μπορεί να μη μου αρέσει καθόλου, αλλά με έπεισε και ξέχασα αν μου αρέσει ή όχι. Στην ταινία είναι ο Martin Vail, ένας αντιπαθής-συμπαθής δικηγόρος που, κάτω από την απληστία του για τη δόξα, κρύβει μέσα του έναν ωραίο κώδικα προσωπικών αξιών για το πώς βλέπει τη νομική πράξη, ενώ διακατέχεται από υπαρξιακή ανησυχία. Μαλωμένος με τη συνάδερφό του και πρώην συνεργάτιδα και σύντροφό του Janet Venable (Laura Linney-εξαιρετική, πρωταγωνιστεί και στο Ozark), προσπαθεί να βρει γραμμή επανασύνδεσης αλλά δεν τα καταφέρνει. 
Οπότε και με την ομάδα συνεργατών του, πέρα από τις υποθέσεις του αρχιμαφιόζου της πολιτείας, αναλαμβάνουν να υπερασπιστούν τον Aaron (Edward Norton), ένα ταπεινό, σαν τα κρύα τα νερά παπαδοπαίδι που φαίνεται να δολοφόνησε εξαιρετικά βίαια τον αρχιεπίσκοπο. Μία χαμένη φαινομενικά υπόθεση μετατρέπεται σε ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον σχήμα ανθρώπων και συμβάντων, αφού ο  αρχιεπίσκοπος εμπλέκεται σε σκάνδαλα και ο εισαγγελέας της πολιτείας είχε συμφέρον να εκτελεστεί γιατί του διέκοπτε έργα από τα οποία θα έβγαζε εκατομμύρια. Ο Vail προσλαμβάνει την Molly (Frances McDormand), μία νευρολόγο-ψυχίατρο να εξετάσει τον κατηγορούμενο, για να δει αν έχει κάποια ψυχική διαταραχή που τον οδήγησε σε αυτό το έγκλημα. Και βλέπουμε μέσα από φοβερά πλάνα, φωτογραφία, ροή και ατμόσφαιρα το τι γίνεται. Αντίπαλος του Vail στη δίκη είναι φυσικά η Venable. 
Πάρα πολύ ωραία ταινία, καιρό είχα να δω κάτι τόσο άρτια κατασκευασμένο. Η δικαστής είναι γυναίκα και μαύρη και πίνει κάτι που μοιάζει με ουίσκι και κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης.  Οι ηθοποιοί/ές παίζουν υπέροχα, με την πρώτη ερμηνεία του Edward Norton να ξεχωρίζει φανερά –εντάξει, αυτός ο τύπος είναι άψογος ηθοποιός, τι να πούμε. Καλά, η Linney και η McDormand δίνουν κι αυτές πολύ καλές εντυπώσεις και με αυτό εννοώ ότι ξεχνάς πού αλλού έχουν παίξει και τις απολαμβάνεις σαν να είναι οι ρόλοι τους. Και ο Gere καλός ήταν μωρέ, άντε. 
Οι σκηνές στο αμερικάνικο δικαστήριο, παρότι τις έχουμε χιλιοδεί είναι γεμάτες αγωνία και πολύ καλοφτιαγμένες. Τα πλάνα από ελικόπτερο είναι πολύ ωραία συναρμοσμένα με την υπόλοιπη ταινία και δεν κουράζει ποτέ η φωτογραφία, είναι απλώς πάρα πολύ προσεγμένη. Το τέλος είναι λίγο υπερφορτωμένο, όμως αξίζει τον κόπο, γιατί αυτό το σενάριο, αυτό το σενάριο! Ακόμα και τα πλάνα με τον Gere και τους μαφιόζους είναι δομημένα με ωραίο τρόπο και βλέπουμε στο background την αισθητική της ταινίας. Θα κλείσω λέγοντας ότι το Primal Fear είναι απλά τέλειο. 

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Cold War


2018 // Pawel Pawlikowski 

Ο Πολωνός σκηνοθέτης πλέκει για άλλη μια φορά πολύ προσεκτικά τις διάφορες κλωστές που συνενώνονται σε ένα αριστούργημα. Το Cold War είναι ένα μουσικό παραμύθι και δράμα. Το ασπρόμαυρο φίλτρο που προτιμάει ο Pawlikowski χρωματίζεται με τόνους απύθμενου ρομάντσου κι έρωτα και όλα γίνονται μία μαγεία που άλλοτε θυμίζει την πραγματικότητα και τον ρεαλισμό και άλλοτε όχι και τόσο. Κάνει τα πράγματα να φαίνονται σαν μία κύλιση στον χρόνο. 
Η Joanna Kulig (Zula) και ο Tomasz Kot (Wiktor) παίζουν υπέροχα τους ρόλους τους και μας κάνουν να πιστέψουμε ότι ζούνε την ατίθαση και αλόγιστη έλξη που έχει ο ένας για την άλλη και αντίστοιχα. Για άλλη μια φορά το δημιούργημα του σημαντικού σκηνοθέτη έχει υψηλή αισθητική και ποιητικότητα., σε συνδυασμό με την εξαιρετική η φωτογραφία του Lukasz Zal. Όλα δένουν περίφημα και ο Ψυχρός Πόλεμος γίνεται ένα πεδίο όπου εκτελούνται τα συναισθήματα, οπότε και αυτά που είναι πιο ισχυρά καλούνται να υπερισχύσουν και να υπερνικήσουν τις αντιστάσεις, ώστε να επιβιώσουν.  
Σημαντικό ζήτημα που θίγεται στην ταινία είναι η νοσταλγία που νιώθει η Zula για την πατρίδα.  Η Πολωνία είναι υπό Σταλινική κυβέρνηση. Διαφεύγει στο Παρίσι για να ζήσει με τον αγαπημένο της Wiktor, όμως κάτι δεν της κάθεται καλά. Ρισκάρει για να επιστρέψει πίσω, με αποτέλεσμα να προκαλέσει πολλές δυσκολίες στην πορεία του έρωτά τους. Όλα ανατρέπονται, ο χρόνος λειτουργεί καταλυτικά και η ταινία μας αφηγείται ότι αν δύο θέλουν να είναι μαζί, θα είναι ό,τι και να συμβεί, όσες φουρτούνες, χρόνια και αν περάσουν, όσες κυβερνήσεις, συζύγους κι αν αλλάξουν. Η αγάπη στο τέλος νικάει τα πάντα και όλα είναι πολύ απλά, τόσο απλά μπροστά της. 
Νόμιζα ότι θα είχα περισσότερα να πω, ωστόσο, καθώς η ταινία είναι περισσότερο μουσικό ποίημα, θεωρώ ότι τα καλύπτει όλα, πολύ καλύτερα από ό,τι αποπειράθηκα να παρουσιάσω, οπότε δείτε τη.

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018

Atomic Blonde


2017 // David Leitch (Dir.), Kurt Johnstad (Wr.)
Based on the graphic novel “The coldest City” by Antony Johnston and Sam Hart


Η πράκτορας (Charlize Theron) πηγαίνει εκ μέρους των Βρεατνών στο Δυτικό Βερολίνο πριν πέσει το τοίχος για να συναντήσει τον πράκτορα Πέρσιβαλ (James McAvoy) με σκοπό να βρούνε μία λίστα που θα αποτρέψει τη συνέχιση του Ψυχρού πολέμου κατά σαράντα χρόνια. Παράλληλη πλοκή είναι ότι η ίδια ψάχνει να βρει και έναν διπλό πράκτορα-προδότη, τον Σάτσελ, ώστε να τον ξεμπροστιάσουν και να τον εκτελέσουν, ενώ η ίδια βιώνει την απώλεια και το πένθος για τον εραστή της και πράκτορα Γκάσκοϊν. 
Δεν ξέρω πώς στο καλό κατάφεραν να αγοράσουν τα δικαιώματα για αυτές τις κομματάρες που παίζουν από πίσω και κάνουν την ταινία να μοιάζει σαν βιντεοκλίπ. Και εκεί πιστεύω ότι έγκειται η μη τελειότητα της ταινίας. Βάζοντας τέτοια φοβερή και ανεπανάληπτη μουσική από πίσω, τέτοια που κάθε μέλλουσα κινηματογραφίστρια οραματίζεται για το έργο της, τοποθετώντας σταρς σε βασικούς ρόλους και παίρνοντας την ιδέα ενός πολύ καλού κόμικ, υποκύπτεις στο σφάλμα ότι έχεις τα πάντα. Άσε που σε μία σκηνή δράσης η πανέμορφη Charlize μπαίνει σε ένα σινεμά και παίζει το Stalker του Tarkovsky από πίσω. Δηλαδή, θέλει προσπάθεια για να μη βγει καλό το αποτέλεσμα της ταινίας. Όλα τόσο στιλιζαρισμένα και φορτωμένα με μία εξαιρετική αισθητική που όμως φαίνεται να μη λειτουργεί και να μη συνυπάρχει με τα επιφανειακά περιεχόμενα δράσης. 
Λείπουν πράγματα από την ταινία που θα την κάνανε αριστούργημα. Όλα είναι τόσο τέλεια που δεν γίνονται πιστευτά. Η Atomic Blonde τρακάρει με ένα αυτοκίνητο και μένει άθικτη. Ρίχνει ντουλάπες, ξυλοκοπεί μπάτσους, παρότι αδύνατη και με παπούτσια μπότες στιλέτο είναι η νικήτρια σε όλες τις μάχες, μπορεί και μόνη της καλά και είναι φοβερή, τέλεια και bisexual. Τους δέρνει όλους με περισσή άνεση, σαν να μην καταλαβαίνει τίποτα. Οι χρόνοι συμβαδίζουν με την ατμόσφαιρα του κόμικ, είναι έντονοι, μικροί και κοφτεροί, ωστόσο δεν σου επιτρέπουν να επεξεργαστείς αυτό που βλέπεις κι ας είναι τεχνικά αψεγάδιαστο. Εντάξει, αυτό δεν σημαίνει ότι η ταινία δεν αξίζει. Έχει σκηνή καταδίωξης με τη Theron, αφού έχει δείρει και εξοντώσει τους άνδρακλες αντίπαλους της Στάζι, να τρέχει να φύγει και να παίζει soundtrack το “I ran” των Flock of seagulls. Καλά, είναι θεά, μετά από λίγο μας δείχνει τις άριστες ικανότητες υποκριτικής της και μέσα στο νερό. Πόσο συχνά γίνονται αυτά, δηλαδή; Εντυπωσιακό. Η κίνηση της κάμερας και η σκηνοθεσία είναι φοβερά στις σκηνές μάχης και καταδίωξης. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το ιστορικό τοπίο είναι έντονα φορτισμένο, καθώς το τείχος του Βερολίνου πέφτει. Η πρωταγωνίστρια μέσα σε όλα αυτά τη βγαίνει από πάνω σε όλους τους δύστροπους κι ανίκανους πράκτορες και καταφέρνει να επιζήσει.