Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

Incident in a Ghostland


Pascal Laugier // 2018


Μετά το Martyrs, δεν ήθελα να ξαναδώ horror ταινία για πολύ καιρό. Δεν συγκράτησα ποτέ τον σκηνοθέτη, ούτε τον έψαξα. Μου είχαν δημιουργηθεί κάποια τραύματα από τη φρίκη και τον τρόμο και αυτό γιατί η ταινία με επηρέασε κάπως και φιλοσοφικά. Μόλις είδα το Ghostland,  αμέσως μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να ψάξω για τον/τη δημιουργό και όταν είδα ότι ο ίδιος έκανε και το Martyrs κατάλαβα τις συνδέσεις της φρίκης. Το Ghostland δεν είναι ένα απλό horror. Εκτός από μνεία στον Lovecraft, αποτελεί ένα όχι και τόσο πρωτότυπο, όμως σίγουρα ξεχωριστό ψυχολογικό θρίλερ. Κτίζει τον τρόμο, όπως τον κτίζει η κοινωνία για τις γυναίκες. Έχει εξαιρετική αισθητική και φοβερή κινηματογράφηση που έχει αυτές τις εκρήξεις ταραχής και ανδρεναλίνης, ανάμεικτες με μία αίσθηση ανατροπής που μόνο στον γιαπωνέζικο Horror κινηματογράφο συναντάμε.

Τρεις γυναίκες, μαμά και κόρες, μετακομίζουν σε ένα σπίτι σε μία απομονωμένη περιοχή μέσα στο δάσος. Οι κίνδυνοι που καιροφυλακτούν είναι πολλοί. Οι τρεις γυναίκες βλέπουμε πως έχουν κάποια ενδοοικογενειακά σύνδρομα, ωστόσο δυστυχώς οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται πάρα πολύ. Βλέπουμε τη μία από τις κόρες, την Beth που γράφει ιστορίες τρόμου –ως κεντρική χαρακτήρα– να βιώνει διάφορα ωραία κινηματογραφικά τερτίπια ανατροπής με όνειρα, οράματα και φλάσμπακς και καταλαβαίνουμε ότι ο Pascal Laugier είναι απόλυτα ενθουσιασμένος και καλός κινηματογραφιστής και θέλει να τα βάλει όλα μέσα. Και το καταφέρνει. Κούκλες σατανικές που τρομάζουν, αλλά όχι και τόσο τελικά, γιατί τα τέρατα είναι άλλα στην πραγματικότητα, πιο ανθρώπινα από ό,τι είναι τα φαντάσματα ή τα πνεύματα. Η απεικόνιση του τέρατος-βιαστή στην ταινία είναι προβληματική, εντούτοις όχι μη ρεαλιστική απαραίτητα. Ένας άνδρας τεράστιος που είναι παραμορφωμένος χωρίς να έχουμε κάποια ανάλυση για το τι του συνέβη οδηγάει ένα φορτηγό με γλυκά –αμερικάνικο προϊόν– και επιδιώκει να βιάζει και να βασανίζει νεαρές γυναίκες που ένας άνδρας crossdresser ή τρανς γυναίκα (δεν γίνεται ξεκάθαρο) –συνοδός του άνδρα-τις ντύνει με μέικαπ και κουκλίστικα ρούχα.

Εδώ παρατηρούμε πως υπάρχει ένα κενό στην πλοκή σαφέστατα, γιατί ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης δεν μας δίνει κανένα υπόβαθρο για τους τερατώδεις και απαίσιους βιαστές, αλλά μας λέει στερεοτυπικά ότι οι βιαστές είναι παραμορφωμένοι, κοινωνικά δύσμορφοι, διανοητικά περίπλοκοι και εμφανισιακά τρανς ή τεράστιοι.  Ίσως ο τρόμος του διαφορετικού χρησιμοποιείται πολύ έντονα και κάπως εύκολα για να ταράξει. Αλλά από την άλλη κάπως έτσι μάλλον εικονοποιούνται οι βιαστές στα μυαλά των γυναικών. Σαδιστικά και άσχημα και αυτό θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελεί μία προέκταση της κοινωνικής προβληματικής περί της στερεοτυπικής απεικόνισης του βιαστή.
Επιστρέφοντας στην πλοκή, οι τρεις γυναίκες προσπαθούν να σωθούν και βλέπουμε τι συμβαίνει όταν δεν τα καταφέρνουν, όπως βλέπουμε και την προσπάθεια τη πρωταγωνίστριας αδερφής να ξεφύγει από το παρανοϊκό παραλήρημα που την πιάνει απέναντι σε αυτά που τη ζει, να παγώσει τον χρόνο και να ξεφύγει από τη φρίκη και τον απόλυτο τρόμο. Όλα αυτά μέσα σε ένα άψογο αισθητικά σκηνικό. Η ταινία είναι γαλλικής παραγωγής, αλλά το σπίτι στο οποίο εκτυλίσσεται και όλα όσα βλέπουμε είναι προφανώς αντλημένα από την αμερικάνικη horror παράδοση και λίγο τονισμένα με την ακρότητα του γιαπωνέζικου αντίστοιχου κινηματογράφου. Στο Ghostland δεν θέλει κανείς/μία να βρεθεί, ούτε κανένα incident να συμβεί. Είτε στον ξύπνιο είτε στον ύπνο μοιάζει με έναν εφιάλτη που ποτέ δεν τελειώνει.