Είναι γεγονός ότι το τιτανομέγιστο δίκτυο της HBO αναλαμβάνει καλές παραγωγές και ότι ο David Simon (The Wire) ξέρει πολύ καλά να γράφει σειρές για περιθωριακά στοιχεία, χαρακτήρες, ενδοκοινωνικές μεταβολές και underground καταστάσεις. Εδώ συνεργάζεται με τον George Pelekanos και βλέπουμε ότι η γραφή τους πάσχει λιγάκι από την έλλειψη της γυναικείας οπτικής. Την κινηματογράφηση κάνουν οι Pepe Avila del Pino, Vanja Cernjul, Yaron Orbach.
Το Deuce είναι, ενδεικτικά, μία ακραία επιτυχής σειρά, γιατί καταφέρνει να δείξει την ιστορική εξέλιξη της βιομηχανίας του κινηματογράφου πορνό, την περίοδο ’70-’80, στη Νέα Υόρκη. Μιλάμε, δηλαδή, ακόμα για την περίοδο που δεν υπήρχε καν σαν ιδέα, λιγάκι για το πώς επινοήθηκε, αρκετά για το πώς αναπτύχθηκε και, τελικά, νομιμοποιήθηκε. Κατέληξε να είναι σήμερα μία από τις πιο πλουσιοπάροχες βιομηχανίες στον κόσμο, αφού εμπνέεται, δημιουργείται, εκμεταλλεύεται, χρησιμοποιεί, βασίζεται και προδιαγράφει, εν τέλει, την καύλα των ανθρώπων, κυρίως (μάλλον, δυστυχώς) των ανδρών. Μέσω έμμεσων, σημαντικών αναφορών βλέπουμε στη σειρά διάφορα ιστορικά, πολιτικά γεγονότα από διάφορες οπτικές, ανάλογα με τους ήρωες/τις ηρωίδες που τα αναλύουν ή τα συζητούν, σύμφωνα με το σενάριο. Παρατηρούμε υπονοούμενα και νοούμενα για τη διαφθορά και την παρακμιακή συμπεριφορά των αστυνομικών, για τη βία και τα παράνομα ναρκωτικά, αλλά και «νόμιμα» εγκλήματα που γίνονταν καθημερινά και συγκαλύπτονταν στις αμερικάνικες γειτονιές-γκέτο.
Πρωταγωνιστεί η Maggie Gyllenhaal που παίζει άψογα τον ρόλο της πόρνης που, σε αντίθεση με τις συναδέρφισσές της, και από επιλογή, δεν έχει νταβατζή –με όποια δυσκολία να συνακολουθεί, φυσικά. Η Κάντι, ο ρόλος που παίζει όταν μεταμφιέζεται σε πόρνη, βάζοντας περούκες, έχει ένα μυστήριο παρελθόν. Είναι μητέρα ενός παιδιού, το οποίο μεγαλώνει η μητέρα της κάπου στα προάστια. Η ίδια φέρει αρκετά ψυχολογικά τραύματα από την οικογένειά της, όπως και οι περισσότερες πόρνες. Στο παρόν, ως Αϊλίν, έχει ένα μικρό στούντιο-δωμάτιο, το οποίο δεν μπορεί να αγοράσει, γιατί δεν έχει νόμιμες αποδοχές που μπορεί να δικαιολογήσει στην τράπεζα, ώστε να γίνει δεκτό το δάνειό της. Συνεχώς κάνει αυτοκριτικές σκέψεις και προβληματίζεται για τη θέση και το ρόλο της, είναι βασική χαρακτήρας, παίζει εξαιρετικά, αποτυπώνει τα συναισθήματα της, χωρίς να μιλάει, σε πάρα πολλές σκηνές. Απλώς φοβερή και απολαυστική, κάποιες φορές προκαλεί μία στενοχώρια και μία θλίψη, άλλες σε κάνει να ελπίζεις ότι υπάρχει σωτηρία σε αυτόν τον καλοστημένο, προκλητικό, γοητευτικό, αισθησιακό βάλτο. Η Αϊλίν θέλει να ανεξαρτητοποιηθεί από τον χώρο που την έχει κατακλύσει και προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να επικρατεί, οπότε βλέπουμε την περιπέτεια που ζει και τις δυσκολίες που συναντάει κατά τη διάρκεια του αγώνα της να ξεφύγει από την πορνεία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο ρόλος της Margarita Levieva, που παίζει μία δυναμική και ανεξάρτητη νεαρή γυναίκα, που προσπαθεί να επαναστατήσει ενάντια στο κατεστημένο μέλλον της και τις επιθυμίες της οικογένειάς της και να «γνωρίσει» τη ζωή διαφορετικά, για αυτό και καταφεύγει στο μπαρ, όπου -αποτυχημένα, κατά τη γνώμη μας- την πέφτει στον barman (James Franco), που είναι σαπίλας, όμως καλοπροαίρετος (να είχαμε να λέγαμε), όχι όπως ο δίδυμος αδερφός του και καταλήγει με αυτόν σε ανοιχτή σχέση μαζί του, ενώ, παράλληλα, προσπαθεί να δώσει μία ηθικοφιλοσοφική διάσταση στα πράγματα που βλέπει και βιώνει, καθώς είναι στερεοτυπική φοιτήτρια φιλοσοφικής. Καταλήγει να καταλαβαίνει ότι οι πόρνες δεν είναι όλες καταπιεσμένες, αλλά έχουν κάνει και κάποιες επιλογές, ως άνθρωποι και δεν περιμένουν αυτή να τις σώσει.
Η σειρά έχει απόλυτη ατμόσφαιρα και στυλ, είναι πολύ ωραία αισθητικά. Έχει γίνει φοβερή δουλειά στο ενδυματολογικό και σκηνογραφικό κομμάτι. Κλισέ και δεν μου αρέσει καθόλου ο τρόπος με τον οποίο ακούγεται, ωστόσο οι γυναίκες κλέβουν την παράσταση, είναι όλες απίστευτες περσόνες. Ενώ από την άλλη, ο James Franco παίζει διπλό ρόλο –τον εαυτό του και τον δίδυμο αδερφό του, που είναι άσπρος (καλός) και μαύρος (κακός), με κάποιες ενδιάμεσες αποχρώσεις-, αλλά δεν είναι καθόλου πετυχημένος –και κατά τη γνώμη μου ούτε χρήσιμος για το σενάριο– , αφού ο ένας του ρόλος μονάχα είναι βασικός και καλοφτιαγμένος –του Vincent, του μπάρμαν στο Deuce, που αποδέχεται τη συνεργασία με τον Ιταλό αρχιμαφιόζο και αρχίζει γρήγορα και σταθερά να βγάζει λεφτά και να στήνει επιχειρήσεις από εδώ κι από εκεί. Ο αρχιμαφιόζος είναι Ιταλός και θυμίζει πολύ ήρωα από Νονό, μέχρι και Sopranos, χωρίς να ξεφεύγει από τις στερεοτυπικές αναπαραστάσεις, εντούτοις έχει κάποιο ενδιαφέρον τις λίγες φορές που εμφανίζεται. Σε αντίθεση με όσους τον περιβάλλουν που είναι σχεδόν αδιάφοροι.
Επίσης, γίνεται φανερή εστίαση στον πρώτο κύκλο στους νταβατζήδες που είναι κατά κύριο λόγο βίαιοι, μαύροι, αμόρφωτοι, μπρουταλοειδείς και τερατώδεις ηλίθιοι, ενώ πιο ενδιαφέρουσες είναι οι ζωές των γυναικών της σειράς που, για να φτάσουν να γίνουν αυτό που είναι, υπονοείται ότι έχουν φοβερά κρίσιμα υπόβαθρα, που πολύ συχνά δεν αναλύονται (με σκοπό να αναλυθούν σε μελλοντικά επεισόδια;).
Στη δεύτερη σαιζόν, από την αισθησιακή φανκ μουσική των μαύρων, γίνεται μία μετάβαση στο πρώιμο πανκ και στην άνθιση του φεμινισμού –δεύτερου κύματος. Η δεύτερη σαιζόν μου άρεσε πολύ πιο πολύ από την πρώτη, γιατί επιτέλους βλέπουμε τις γυναίκες, όπως κι αν είναι, αλλά από τις δικές τους οπτικές. Γίνεται περισσότερη εστίαση σε αυτές και εμφανίζεται στη σειρά ο κλάσικ στερεοτυπικός ομοφυλόφιλος χαρακτήρας ενός μπάρμαν, οπότε βλέπουμε και την προκατάληψη και την επίθεση απέναντι στους lgbtqi - που πολύ δυστυχώς, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει αλλάξει δραματικά.
Η σειρά είναι σαν ευκολόπιοτο σίριαλ, πάντως, καθώς ασχολείται επιφανειακά με κάποια ζητήματα που είναι μάλλον πολύ κρίσιμα, φαίνεται σαν να θέλει να κεντρίσει το κοινό, αλλά όχι πάρα πολύ, οπότε πετάει γυμνό στον λαό και ανάμεσα μία ιδέα που ίσως και να χάνεται.
Βλ. περισσότερα και κατατοπιστικότερα:
https://bust.com/tv/193748-the-deuce-reality.html